Σάββατο 1 Απριλίου 2017

Η φορολογία των συνεταιρισμών


Αντιγράφουμε από τα αιτήματα της Νέας ΠΑΣΕΓΕΣ, η οποία ζητά:
«Την αναίρεση της εξοντωτικής φορολογικής επιβάρυνσης των Αγροτικών Συνεταιρισμών, οι οποίοι εκ των πραγμάτων εφαρμόζουν επακριβώς την ισχύουσα νομοθεσία, αποδίδοντας έτσι το σύνολο των οφειλόμενων φόρων και άλλων επιβαρύνσεων, σε αντίθεση με πληθώρα άλλων μεμονωμένων υπόχρεων, που συστηματικά αποκρύπτουν και φοροδιαφεύγουν.»
ΟΙ υπεύθυνοι της σύνταξης ανακοινώσεων θα πρέπει να γνωρίζουν τα θέματα που χειρίζονται και για τα οποία απευθύνονται στην Κυβέρνηση να λάβει μέτρα. Ακόμη, για κάθε τι που ζητούν θα πρέπει να υπάρχει μια τεκμηρίωση, η οποία να δικαιολογεί το αίτημα. Ειδικά το θέμα φορολογίας των συνεταιρισμών θεωρείται λυμένο και με τον τελευταίο νόμο 4384/2016, ύστερα από κάποιες περιπέτειες που δημιούργησαν οι νόμοι.
Ειδικότερα, η ορθή συνεταιριστική αντιμετώπιση της φορολογίας των συνεταιρισμών άρχισε από τον νόμο 2810/2000, ο οποίος διακρίνει τα αποτελέσματα της χρήσης σε πλεονάσματα και κέρδη. Τα πλεονάσματα προέρχονται από τις συναλλαγές του συνεταιρισμού με τα μέλη του ενώ τα κέρδη προέρχονται από τις συναλλαγές του συνεταιρισμού με τρίτους1. Όπως τεκμηριώνεται στη βιβλιογραφία, καμιά φορολογία δεν δικαιολογείται στα πλεονάσματα, ενώ τα κέρδη πρέπει να φορολογούνται κανονικά.
Η παρ. 13 του άρθρου 35 του νόμου 2810/2000, αναφέρει ότι «τα πλεονάσματα της διαχειριστικής χρήσης των συνεταιριστικών οργανώσεων, που διανέμονται στα μέλη, υπόκεινται μόνο σε φορολογία εισοδήματος των μελών, ανεξαρτήτως της καταβολής τους ή της εξατομικευμένης διατήρησής τους ως κατάθεσης στη συνεταιριστική οργάνωση». Για το μη διανεμόμενο μέρος, που μεταφέρεται στο τακτικό αποθεματικό, υπάρχει πρόβλεψη στην παρ. 3 του άρθρου 19, όπου ορίζεται ότι «το μέρος των πλεονασμάτων που μεταφέρεται στο τακτικό αποθεματικό λογίζεται ως ισόποση εισφορά των μελών». Ως εισφορά των μελών, απαλλάσσεται από τη φορολογία, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 35 του ν. 2810/2000, όπου ορίζεται ότι «οι εισφορές των μελών προς τις Α.Σ.Ο. (Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις) δεν υπόκεινται σε φόρο ή σε τέλος χαρτοσήμου ή οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση υπέρ τρίτου».
Η διατύπωση «υπόκεινται μόνο σε φορολογία εισοδήματος των μαλών» σημαίνει ότι προστίθενται στο εισόδημα των μελών και εφόσον το άθροισμα είναι φορολογητέο, τότε καταβάλλεται φόρος από το μέλος2. Με άλλα λόγια, στο επίπεδο του συνεταιρισμού δεν υπάρχει φορολογητέα ύλη.
Ο νόμος 4015/2011 διατήρησε το αφορολόγητο των πλεονασμάτων με τη διάταξη της παρ. 11 του άρθρου 15, όπου αναφέρεται ότι «Τα πλεονάσματα της διαχειριστικής χρήσης των ΑΣ και ΑΕΣ που εγγράφονται στο Μητρώο και συστήνονται κατά πλειοψηφία από ΑΣ, τα οποία διανέμονται στα μέλη, υπόκεινται μόνο σε φορολογία εισοδήματος των μελών τους ανεξάρτητα από την καταβολή τους ή την εξατομικευμένη διατήρησή τους ως κατάθεση στη συνεταιριστική οργάνωση». Όμως, η διατύπωση αυτή πάσχει, καθόσον με τους ΑΣ περιλαμβάνονται και οι ΑΕΣ (Αγροτικές Εταιρικές Συμπράξεις). Όμως, κατά τον νόμο 4015/2011 οι ΑΕΣ ορίζονται ως ανώνυμες εταιρείες, και ο νόμος περί ανωνύμων εταιρειών δεν αναγνωρίζει πλεονάσματα, παρά μόνο κέρδη.
Ενδεχομένως λόγω της διαπίστωσης αυτής της αντίφασης, ψηφίστηκε τροπολογία από τη Βουλή, στο νόμο 4072/2012 (ΦΕΚ 86 Α’/11.4.2012), άρθρο 321 παρ. 11β, η οποία κατάργησε ολόκληρη την παρ. 11 του άρθρου 15 του νόμου 4015/2011 (ότι δεν φορολογούνται τα πλεονάσματα που διανέμονται στα μέλη). Με τον τρόπο αυτό διαπράχθηκε ένα μεγαλύτερο λάθος, καθόσον έχει ρητώς καταργηθεί (από το άρθρο 20 του ν. 4015/2011) το άρθρο 35 του ν. 2810/2000, με συνέπεια να μην διατηρείται η ειδική φορολογική μεταχείριση των πλεονασμάτων των συνεταιρισμών. Κατόπιν αυτού μόνο σύγχυση προκαλούσε στις φορολογικές αρχές η διάκριση μεταξύ πλεονασμάτων και κερδών που γίνεται από το διατηρούμενο άρθρο 19 του ν. 2810/2000 και προφανώς σοβαρή βλάβη στους αγροτικούς συνεταιρισμούς.
Τα επανειλημμένα λάθη αποκαταστάθηκαν με τον νόμο 4277/2014 (ΦΕΚ 156Α/1.8.2014) για το Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας-Αττικής, όπου το άρθρο 61, παρ. 16 επαναφέρει τη διάταξη του ν. 2810/2000. Ο επόμενος νόμος για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς 4384/2016 (ΦΕΚ 78 Α/26-4-2016): “Αγροτικοί Συνεταιρισμοί, μορφές συλλογικής οργάνωσης του αγροτικού χώρου και άλλες διατάξεις”, με την παρ. 3 του άρθρου 29, διατήρησε τη διάταξη για την απαλλαγή των πλεονασμάτων από τη φορολογία στο επίπεδο του νομικού προσώπου.
Τα κέρδη των αγροτικών συνεταιρισμών, όπως ορίστηκαν ανωτέρω από τον νόμο 2810/2000, ούτε διανέμονται στα μέλη ούτε απαλλάσσονται από τη φορολογία. Η παρ. 6 του άρθρου 20 ορίζει ότι «στο τακτικό αποθεματικό περιέρχονται (α) Τα κέρδη, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1, μετά τη φορολόγησή τους …».

Συμπέρασμα: Τα πλεονάσματα των συνεταιρισμών δεν φορολογούνται. Χρειάζεται περισσότερη προσοχή από τους συνεταιρισμούς όταν διατυπώνουν τα αιτήματά τους, διότι θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπιστία τους.


Κ. Παπαγεωργίου
1 Βλ. στο περιοδικό “Κοινωνική Οικονομία” τις εργασίες των α)) Hagen Henry και β) Κ.Λ. Παπαγεωργίου και Ο. Κλήμη-Καμινάρη στο τεύχος 8 (Απρ.-Ιουν. 2016), καθώς και το κείμενο “Συνεταιρισμοί και φόρος εισοδήματος – ένα κείμενο του 1884”, στο τεύχος 11 (Ιαν.-Μάρ.2017).

2 Αν εμβαθύνει κανείς περισσότερο στη συνεταιριστική θεωρία, θα συμπεράνει ότι το πλεόνασμα που επιστρέφεται στα μέλη δεν θα έπρεπε να προστίθεται στο εισόδημα από άλλες πηγές, διότι π.χ. σε έναν καταναλωτικό συνεταιρισμό δεν αποτελεί παρά το αποτέλεσμα της αγοράς προϊόντων σε χονδρική τιμή.