Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

“Μέτρηση του Κοινωνικού Αντικτύπου των Κοινωνικών Επιχειρήσεων – Σύνοψη Πολιτικής”, Ευρωπαϊκή Επιτροπή – ΟΟΣΑ





Πολιτικές για την Κοινωνική Επιχειρηματικότητα













Ευρωπαϊκή Επιτροπή / ΟΟΣΑ
Αυτή η εργασία δημοσιεύεται υπό την ευθύνη του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Οι απόψεις που εκφράζονται και τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται εδώ δεν αντανακλούν απαραίτητα τις επίσημες απόψεις του Οργανισμού ή των κυβερνήσεων των χωρών-μελών του.

Το έργο αυτό και κάθε χάρτης που περιλαμβάνεται στο παρόν είναι με την επιφύλαξη του καθεστώτος ή της κυριαρχίας επί οποιουδήποτε εδάφους, με την οριοθέτηση των διεθνών συνόρων και των ορίων και με το όνομα της κάθε εδαφικής έκτασης, πόλης ή περιοχής.

1. Σημείωση από την Τουρκία:
Οι πληροφορίες στο παρόν αναφορικά με την "Κύπρο" σχετίζονται με το νότιο τμήμα του νησιού. Δεν υπάρχει ενιαία αρχή που εκπροσωπεί τόσο τους Τούρκους όσο και τους Έλληνες Κυπρίους στο νησί. Η Τουρκία αναγνωρίζει την Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ). Μέχρι να επιτευχθεί διαρκής και δίκαιη λύση στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, η Τουρκία θα διατηρήσει τη θέση της σχετικά με το "Κυπριακό ζήτημα».

2. Σημείωση όλων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής:
Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει αναγνωριστεί από όλα τα μέλη των Ηνωμένων Εθνών, με εξαίρεση την Τουρκία. Οι πληροφορίες σε αυτό το κείμενο αφορούν την περιοχή κάτω από τον αποτελεσματικό έλεγχο της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Κύπρου.

Ευχαριστίες
Η εργασία αυτή συντάχθηκε από την Antonella Noya, Ανώτερη Αναλύτρια Πολιτικής σε τοπικό πρόγραμμα οικονομικής ανάπτυξης και απασχόλησης (LEED) του ΟΟΣΑ, σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ερευνών για τις Συνεταιριστικές και Κοινωνικές Επιχειρήσεις (Euricse) (Carlo Borzaga, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τρέντο και Διευθυντής του Euricse, Ericka
Costa, Επίκουρη Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τρέντο, ερευνήτρια στο Euricse και Διεθνής Συνεργάτης στο Κέντρο Κοινωνικής και Περιβαλλοντικής Λογιστικής Έρευνας (CSEAR)). Συνέβαλαν επίσης η Francesca Dau (πρώην αποσπασμένη στο πρόγραμμα LEED του ΟΟΣΑ), η Sara Depedri (Ανώτερη Ερευνήτρια στο Euricse), η Stellina Galitopoulou, αναλύτρια πολιτικής στο πρόγραμμα LEED του ΟΟΣΑ, η Δρ Jane Gibbon (Ανώτερη Λέκτορας Λογιστικής στο Newcastle University Business School και μέλος του CSEAR), η Anna-Marie Harling (Διευθύντρια στη UBS AG Φιλανθρωπικών και Βασισμένων σε Αξίες Επενδύσεων), η Δρ Lisa Hehenberger (Διευθύντρια Έρευνας και Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιχείρησης Φιλανθρωπικού Συνδέσμου), η Caterina Pesci (Ερευνήτρια στο Euricse) και Louise Swistek (Διευθύντρια του Ταμείου Καινοτομίας. Ευχαριστίες οφείλονται επίσης στον Andrea Bassi (Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια) και στον Jim Clifford OBE (Διευθυντής της BWB Επιπτώσεων, Επιστημονικής και Τεχνικής Έδρας στην Ομάδα εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Κοινωνική Επιχειρηματικότητα, υποομάδα μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου). Πολύ ιδιαίτερες ευχαριστίες απευθύνονται στην Romy de Courtay για την εκδοτική εργασία της για την έκθεση αυτή.

© Φωτογραφία εξωφύλλου: iStockphoto

Για οποιαδήποτε χρήση ή αναπαραγωγή φωτογραφιών που δεν καλύπτονται από πνευματικά δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να χορηγηθεί άδεια απευθείας από τους κατόχους των πνευματικών δικαιωμάτων.

Η Europe Direct είναι μια υπηρεσία που σας βοηθά να βρείτε απαντήσεις στα ερωτήματά σας για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αριθμός δωρεάν τηλεφωνικής κλήσης (*):

00 800 6 7 8 9 10 11

(*) Οι πληροφορίες που δίνονται είναι δωρεάν, όπως και οι περισσότερες κλήσεις (αν και ορισμένοι φορείς, τηλεφωνικοί θάλαμοι ή ξενοδοχεία μπορεί να σας χρεώσουν).
Περισσότερες πληροφορίες για την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο (http://europa.eu).
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον ΟΟΣΑ είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο (http://www.oecd.org).
Λουξεμβούργο: Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2015

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

ISBN 978-92-79-47475-0

© Ευρωπαϊκή Ένωση / ΟΟΣΑ 2015

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή με αναφορά της πηγής.

Τίτλος πρωτοτύπου: Policy Brief on Social Impact Measurement for Social Enterprises

Μετάφραση: Κ. Παπαγεωργίου, Ινστιτούτο Συνεταιριστικών Ερευνών και Μελετών (ΙΣΕΜ)




Μέτρηση του Κοινωνικού Αντικτύπου των
Κοινωνικών Επιχειρήσεων – Σύνοψη Πολιτικής

Πολιτικές για την κοινωνική επιχειρηματικότητα

ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ
ΒΑΣΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ ΚΑΙ
 ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΌΣ ΤΗΣ;

Τι είναι ο κοινωνικός αντίκτυπος;

Γιατί είναι σημαντικό να μετρηθεί ο κοινωνικός αντίκτυπος των κοινωνικών επιχειρήσεων;

Ακαδημαϊκές και μη-ακαδημαϊκές απόψεις σχετικά με τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου

Η προσέγγιση της μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου από την πλευρά των ενδιαφερομένων

ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΎ ΑΝΤΙΚΤΎΠΟΥ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ:  ΜΕΡΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ 1 - ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΎ ΑΝΤΙΚΤΎΠΟΥ ΤΩΝ WISE’
s: MIA ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΟΣΤΟΥΣ-ΩΦΕΛΕΙΑΣ

ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ 2  - ΜΕΤΡΗΣΗ
TOY ΚΟΙΝΩΝΙΚOY ΑΝΤIKTYΠOY ΜΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΊΡΗΣΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ: ΜΙΑ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΉ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ 3 - ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ  ΜΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΊΡΗΣΗΣ ΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ:  Η   ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ SAA
ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΌΥ ΑΝΤΊΚΤΥΠΟΥ ΤΩΝ  ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ  ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ;

Εννοιολογικές προκλήσεις για τη μέτρηση του κοινωνικού αντίκτυπου

Πρακτικές προκλήσεις

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΊΑ



ΒΑΣΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ

• Από τις κοινωνικές επιχειρήσεις μπορεί να ζητηθεί να μετρήσουν τον κοινωνικό τους αντίκτυπο, ειδικά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συγκέντρωσης προσφορών χρηματικών ποσών. Για να το πετύχουν αυτό, απαιτούν πόρους και καθοδήγηση.

• Ενώ οι ιδιωτικοί φορείς παροχής υπηρεσιών - συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιχειρήσεων – έχουν ανάγκη να προσδιορίζουν καλύτερα τον κοινωνικό τους αντίκτυπο, προκειμένου να προσελκύσουν ιδιώτες επενδυτές, η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου δεν θα πρέπει να καθοδηγείται κυρίως από τις ανάγκες τους. Μάλλον, θα πρέπει να αποτελεί διαρκή διαδικασία διαλόγου μεταξύ των διαφόρων ενδιαφερόμενων μερών που εμπλέκονται στη διαδικασία μέτρησης και ενδιαφέρονται για τα αποτελέσματά της.

• Η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου δεν είναι προς το παρόν ευρέως διαδεδομένη, αν και κερδίζει έδαφος. Ένας λόγος είναι ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις έχουν περιορισμένους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για την οργάνωση και τη χρήση αυτού του μηχανισμού.

• Η ενθάρρυνση του πειραματισμού και η περαιτέρω ανάλυση των εξελίξεων στη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου και στις κοινωνικές επιχειρήσεις, θα μπορούσε να συμβάλει στην προώθηση μιας νοοτροπίας μέτρησης κοινωνικού αντικτύπου μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών.
Η αναλογική μέτρηση είναι μια σημαντική έννοια. Χρησιμοποιείται μόνο αν συμβάλλει στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και εάν το κόστος της μέτρησης δεν ξεπερνά τη σημασία της απόφασης.

Η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου έχει σκοπό να αξιολογεί την κοινωνική αξία
και τον αντίκτυπο που παράγεται από τις δραστηριότητες οποιασδήποτε οργάνωσης
κερδοσκοπικού ή μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Αν και κάθε επιχείρηση μπορεί να έχει κοινωνικό αντίκτυπο, οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις και οι κοινωνικές
επιχειρήσεις είναι σαφώς σχεδιασμένες για να δημιουργούν κοινωνική αξία κατά την αντιμετώπιση των κοινωνικών προκλήσεων και ως εκ τούτου αναμένεται να προκαλούν κοινωνικό αντίκτυπο. Η ανάλυση τόσο της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας και των νόμων και των πολιτικών που εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα, τονίζουν αρκετά βασικά χαρακτηριστικά των κοινωνικών επιχειρήσεων. Η πρόκληση κοινωνικού αντικτύπου είναι μόνο μία από τις προϋποθέσεις (έστω σημαντική) που απαιτούνται για μια οντότητα να αναγνωριστεί ως κοινωνική επιχείρηση.

Οι νομικές μορφές των κοινωνικών επιχειρήσεων σε διάφορες χώρες δείχνουν
ότι συνήθως έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως ότι λειτουργούν σε
συγκεκριμένους τομείς που κρίνονται ως δημοσίου συμφέροντος από το κράτος ή την
κοινότητα, ότι έχουν περιορισμούς στη διανομή των κερδών, και στις περισσότερες περιπτώσεις δεσμεύονται από διατάξεις περί δεσμευμένων παγίων στοιχείων ενεργητικού, και την υποχρέωση να έχουν συμμετοχική διακυβέρνηση και δημοκρατική διαχείριση. Τα κριτήρια περιορισμού της διανομής κερδών και συμμετοχικής διακυβέρνησης υπάρχουν ειδικά για να εξασφαλιστεί ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις επιτυγχάνουν στην αποστολή τους από την παραγωγή θετικού κοινωνικού αντικτύπου. Ανεξάρτητα από το αν πληρούν τα κριτήρια αυτά ή όχι, οι κοινωνικές επιχειρήσεις που αναζητούν χρηματοδότηση αναμένεται να μετρούν τον
κοινωνικό τους αντίκτυπο. Οι παραδοσιακές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις θα αναμενόταν να πράττουν το ίδιο. Αυτό θα μπορούσε να εξασφαλίσει ότι τα επενδυτικά ταμεία θα χρηματοδοτούσαν τις παραδοσιακές επιχειρήσεις ή τις κοινωνικές επιχειρήσεις με σημαντικό κοινωνικό αντίκτυπο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου είναι ένα σχετικά νέο πεδίο και ως εκ τούτου, κάποιος πειραματισμός ίσως ήταν αναγκαίος για να βοηθήσει τη δομή του και να δημιουργήσει μια κουλτούρα μέτρησης. Επιπλέον, η ίδια η έννοια των κοινωνικών επιχειρήσεων εξακολουθεί να είναι ρευστή σε πολλές χώρες.

Η παρούσα σύνοψη πολιτικής θα παρουσιάσει τα θεμελιώδη ζητήματα και τις τρέχουσες συζητήσεις γύρω από τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου. Επίσης, θα δώσει συγκεκριμένα παραδείγματα των μεθόδων μέτρησης, θα υπογραμμίσει προκλήσεις που σχετίζονται με κοινωνικές επιχειρήσεις και θα καταλήξει συνοψίζοντας με μια σειρά ζητημάτων που σχετίζονται με τη χάραξη πολιτικής.


ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ
ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΚΟΠΌΣ ΤΗΣ;

Δεν υπάρχει κοινή γλώσσα σήμερα για τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου. Το πεδίο εξελίσσεται ραγδαία, με τις εθνικές και διεθνείς συζητήσεις που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της ακαδημαϊκής κοινότητας, σε θεσμικά όργανα και στην πράξη. Η αντιμετώπιση αυτού του σύνθετου ζητήματος, επομένως απαιτεί την κατανόηση των ορισμών του κοινωνικού αντικτύπου.

Τι είναι ο κοινωνικός αντίκτυπος;

Η ιδέα του κοινωνικού αντίκτυπου σχετίζεται αυστηρά με την κοινωνική αξία που παράγεται από οργανισμούς (Bassi, 2013). Ο όρος «κοινωνικός αντίκτυπος» - ο οποίος μπορεί να συμπίπτει με την έννοια «δημιουργία κοινωνικής αξίας » (Emerson et al 2000, Gentile, 2000) και «κοινωνική απόδοση» (Clark et al., 2004) - έχει πολλούς ορισμούς και μπορεί επίσης να συνδέεται με την «κοινωνική λογιστική». Ο κοινωνικός αντίκτυπος
1  (1)  συνήθως ορίζεται με
αναφορά σε τέσσερα βασικά στοιχεία (Clifford, 2014):

την αξία που δημιουργείται ως αποτέλεσμα της δραστηριότητας κάποιου (Emerson et al., 2000),

• την αξία που βιώνουν οι δικαιούχοι και όλοι οι άλλοι που επηρεάζονται (Kolodinsky et al., 2006),

• έναν αντίκτυπο που περιλαμβάνει τόσο θετικές όσο και αρνητικές επιπτώσεις (Wainwright, 2002)
Top of Form
  • έναν αντίκτυπο που κρίνεται με βάση μια αναφορά στο ποια θα ήταν η κατάσταση χωρίς
την προτεινόμενη δραστηριότητα.

Η Ομάδα των Εμπειρογνωμόνων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Κοινωνική Επιχειρηματικότητα (GECES, 2014)2 διαθέτει μια υποομάδα που επικεντρώνεται στη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου. Αυτή η υπο-ομάδα συνέταξε μια έκθεση3 (που εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 2014), η οποία αναφέρεται στον κοινωνικό αντίκτυπο ως την «αντανάκλαση των κοινωνικών αποτελεσμάτων, ως μέτρο, τόσο μακροπρόθεσμα όσο και βραχυπρόθεσμα, προσαρμοσμένο για τα αποτελέσματα που θα επιτυγχάνονταν ούτως ή άλλως (αναπόφευκτο), για αρνητικές συνέπειες (μετατόπιση) και για επιπτώσεις φθίνουσες με την πάροδο του χρόνου (διαρροές)» (GECES, 2014).

Ενώ άλλοι ορισμοί του κοινωνικού αντικτύπου υπάρχουν και έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για να βρεθεί κοινό έδαφος, «η έλλειψη συναίνεσης σχετικά με τον ορισμό του κοινωνικού αντικτύπου και του ορισμού του καλύτερου τρόπου για να μετρηθεί, εμποδίζει τόσο την ακαδημαϊκή συζήτηση για τον κοινωνικό αντίκτυπο, καθώς και για τη χρήση των μεθόδων μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου» (Maas και Liket, 2011). Παρ' όλα αυτά, τα τελευταία δύο χρόνια έχουν δει σημαντική πρόοδο και κάποια αρχική συναίνεση σχετικά με τους ορισμούς.


Γιατί είναι σημαντικό να μετρηθεί ο κοινωνικός αντίκτυπος των κοινωνικών επιχειρήσεων;

Οι κοινωνικές επιχειρήσεις αποτελούν ένα νέο είδος επιχειρήσεων, που χαρακτηρίζονται από μια επιχειρηματική προσέγγιση για ανάληψη δραστηριοτήτων που ευθυγραμμίζονται με μια σαφή κοινωνική αποστολή. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις καθίστανται κεντρικής σημασίας για το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα (Nicholls, 2006, 2009, 2010, Borzaga and Defourny, 2001, Galera and Borzaga, 2009, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2013, ΟΟΣΑ / Ευρωπαϊκή Ένωση, 2013). Η πολύπλοκη φύση τους, μαζί με τη διόγκωση του αριθμού και της επιρροής σε όλο τον κόσμο (Drayton, 2002, Bornstein, 2004, Harding, 2004, Nicholls, 2006, 2009, Nicholls and Young, 2008, Defourny and Nyssens, 2008, ΟΟΣΑ 2009, ΟΟΣΑ / ΕΕ 2013), καθιστά την κατανόηση και τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου τους θέματα προτεραιότητας για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (π.χ. δημόσιες αρχές, επενδυτές στον αντίκτυπο, χρήστες των υπηρεσιών και τις ίδιες τις κοινωνικές επιχειρήσεις).

Οι δημόσιες αρχές - οι οποίες υπήρξαν κύριοι χρηματοδότες των κοινωνικών επιχειρήσεων, όπως οι κοινωνικές επιχειρήσεις ένταξης στην εργασία (WISEs - Work Integration Social Enterprises) και οι επιχειρήσεις προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών - έχουν πλέον δημοσιονομικούς περιορισμούς και πρέπει να διαθέσουν τους πόρους τους ακόμη πιο προσεκτικά από ό,τι στο παρελθόν.

Εκτός από τους «επενδυτές αντικτύπου», οι παραδοσιακοί χρηματοπιστωτικοί φορείς φαίνονται επίσης διατεθειμένοι να επενδύσουν σε κοινωνικές επιχειρήσεις, που παρουσιάζουν δυνατότητες για την ανάπτυξη βιώσιμων αγορών σε συγκεκριμένους τομείς. Εκτός αυτού, χρειάζεται να καθορίσουν εάν οι επενδύσεις τους θα παράγουν όντως έναν κοινωνικό αντίκτυπο πέραν της οικονομικής απόδοσης.

Τέλος, η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου μπορεί να βοηθήσει τις κοινωνικές επιχειρήσεις να θέτουν ρεαλιστικούς στόχους, να παρακολουθούν και να βελτιώνουν τις επιδόσεις, να ιεραρχούν τις αποφάσεις και να έχουν πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίων πιο ανταγωνιστικά (Nichols, 2007).

Η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου είναι σημαντική, αλλά ενδεχομένως επίπονη. Η δυσκολία έγκειται στην ειδική φύση των επιχειρήσεων, των οποίων πρωταρχικός στόχος είναι να παράγουν κοινωνική αξία (ΟΟΣΑ, 1999, Noya, 2009, Andreaus, 2006), αλλά πρέπει επίσης να δημιουργούν οικονομικό πλούτο, προκειμένου να παραμείνουν βιώσιμες και αειφόροι. Αυτοί οι δύο στόχοι δεν αλληλοαναιρούνται. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις μπορεί να θεωρηθούν όχι μόνο ως οργανώσεις με διπλό στόχο (σ.μ.: οικονομικό και κοινωνικό) («double bottom-line» (Dart et al., 2010), αλλά και με τριπλό στόχο («triple bottom-line»), προσθέτοντας μια περιβαλλοντική διάσταση στην κοινωνική αποστολή τους και τις αναμενόμενες οικονομικές αποδόσεις. Ως εκ τούτου, η μέτρηση των επιδόσεών τους παρουσιάζει μια σειρά από προκλήσεις (Epstein and McFarlan, 2011, Dart et al, 2010, Dees and Economy, 2001, Dees, 1998a), δεδομένου ότι δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματικά με τη χρήση παραδοσιακών δεικτών (Austin et al ., 2006).

Ένας θεμελιώδης λόγος για τον οποίο παραδοσιακές μετρήσεις επίδοσης που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση κερδοσκοπικών επιχειρήσεων δεν ισχύουν για τις κοινωνικές επιχειρήσεις, είναι ότι η αποστολή τους επηρεάζει πολλά ενδιαφερόμενα μέρη (δημόσιες αρχές, ιδιώτες επενδυτές, εσωτερικά ενδιαφερόμενες πλευρές και εξωτερικούς δικαιούχους). Οι κοινωνικές επιχειρήσεις πρέπει, επομένως, ιδανικά, να χρησιμοποιούν ένα «πολλαπλών κατευθύνσεων» σύστημα λογοδοσίας, με έμφαση όχι μόνο στον οικονομικό στόχο, αλλά και σε κοινωνικά αποτελέσματα. Το σύστημα αυτό κρατά τις κοινωνικές επιχειρήσεις υπόλογες στα ενδιαφερόμενα μέρη και ικανοποιεί τις ανταγωνιστικές ορισμένες φορές επιδιώξεις τους, ενώ εξετάζει επίσης τυχόν περιπλοκές στη διαχείριση αυτών των σχέσεων (Kanter και Summers, 1987).

Η μέτρηση του αντικτύπου των κοινωνικών επιχειρήσεων δεν είναι νέο φαινόμενο. Όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία (Nicholls, 2009, 2010), από τις κοινωνικές επιχειρήσεις πάντα αναμενόταν να μετρούν τον αντίκτυπό τους και να ευθυγραμμίζονται με τις απαιτήσεις που ισχύουν για τις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις (Mair και Marti, 2006, Andreaus, 2007). Ορισμένες κοινωνικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν ήδη κοινωνική λογοδοσία και κοινωνική λογιστική, μαζί με άλλες μετρήσεις (μερικές από τις οποίες αναφέρονται πιο κάτω), για την αξιολόγηση του κοινωνικού αντικτύπου τους. Αυτό που είναι νέο είναι η στροφή προς τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου, και κυρίως προς την κατεύθυνση μιας τυποποιημένης, σύνθετης διαδικασίας μέτρησης (Jany-Catrice, 2015).


Ακαδημαϊκές και μη-ακαδημαϊκές απόψεις σχετικά με τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου
Όπως δείχνει η ανάλυση της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας4, δεν υπάρχει ούτε ένας κοινά αποδεκτός ορισμός της μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου ούτε μια κοινή κατανόηση του συνολικού σκοπού της μέτρησης του κοινωνικού αντίκτυπου.

Η τήρηση λογαριασμών και η μέτρηση για τις κοινωνικές επιχειρήσεις βασίζεται σε τρεις κύριες προσεγγίσεις (Manetti, 2014, Nicholls, 2009, Mook et al., 2003, Palmer και Vinten, 1998 SIAA, 2014).

Θετικιστική: με τη λογιστική χτίζεται μια εικόνα του πραγματικού κόσμου με την υιοθέτηση ορθολογικών και αντικειμενικών μετρήσεων αξίας (Whittington, 1986, Watts and Zimmerman, 1979).

Κριτική: η λογιστική εδράζεται στις αρχές της δημοκρατίας και της λογοδοσίας και παίζει έναν ρόλο μεταξύ (και εντός) των οργανώσεων και της κοινωνίας (Lehman, 1992). Από αυτή την άποψη, οι οργανώσεις είναι υπόλογοι σε ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόμενων μερών που επηρεάζονται από τις δραστηριότητές τους (Gray et al., 1996).

Ερμηνευτική: η λογιστική χρησιμεύει ως ένας συμβολικός ενδιάμεσος μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων και ένα εργαλείο για διάλογο μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών για την τόνωση της κοινωνικής αλλαγής (Ryan et al, 1992, Gray, 2002).

Από αυτά προκύπτει ότι είναι δύσκολή η διαμόρφωση ενός καθολικής αποδοχής τρόπου μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου, δεδομένου ότι «αυτοί οι τρεις εννοιολογικοί ορισμοί αντιστοιχούν σε διαφορετικούς στρατηγικούς στόχους για τους κοινωνικούς επιχειρηματίες: Οι θετικιστικές πρακτικές υπολογισμού στοχεύουν να ενισχύσουν την λειτουργική επίδοση και να κατευθύνουν την καινοτομία. Οι πρακτικές κριτικής θεωρίας υποστηρίζουν απόκτηση πόρων. Η ερμηνευτική εκτίμηση στηρίζεται και υποστηρίζει την οργανωτική νομιμότητα (Nicholls, 2009, Suchman, 1995).

Επιπλέον, η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία υπογραμμίζει μια σειρά από διαφορετικές μεθόδους που έχουν υιοθετηθεί από δημόσιους φορείς, κοινωνικές επιχειρήσεις και ιδιώτες χρηματοδότες για τη μέτρηση των κοινωνικών επιπτώσεών τους5.

Η υφιστάμενη συζήτηση σχετικά με τη μέτρηση των κοινωνικών επιπτώσεων περιστρέφεται γύρω από δύο κύριες προσεγγίσεις. Η προσέγγιση «ένα μέγεθος ταιριάζει σε όλους» θεωρεί την εφαρμογή αδιακρίτως ενός καθορισμένου συνόλου δεικτών (συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών και κοινωνικών δεικτών) σε όλες τις κοινωνικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, τον τομέα, τη χώρα, τους μηχανισμούς διακυβέρνησης, κλπ. (Pearce, 1993, Arvidson et al, 2013). Η δεύτερη προσέγγιση, η οποία έχει συγκεντρώσει μεγαλύτερη συναίνεση, υποστηρίζει την υιοθέτηση διαφόρων τρόπων μέτρησης για να διαγνώσει τις διαφορές μεταξύ των κοινωνικών επιχειρήσεων. Αυτό συνεπάγεται προσδιορισμό των πιο κατάλληλων εργαλείων μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (Emerson, 2003, Nicholls, 2009).

Πρόσφατες μελέτες (Maas και Liket, 2011, Schaltegger et al, 2000, Clark et al., 2004) έχουν προτείνει την ταξινόμηση των μετρήσεων του κοινωνικού αντικτύπου με βάση διαφορετικά αναλυτικά κριτήρια, υποθέτοντας μεταβλητές όπως σκοπού / ευρύτητας πεδίου, χρονικού πλαισίου και προσανατολισμού ως καθοριστικούς παράγοντες για τον πιο κατάλληλο τρόπο μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου. Μερικοί συγγραφείς (Mullins et al, 2010, Wilkes and Mullins, 2012, Harlock, 2013) υποστηρίζουν και παρέχουν ένα σύνολο εργαλείων που μπορούν να προσαρμοστούν στις διαφορετικές περιπτώσεις δραστηριοτήτων κοινωνικών επιχειρήσεων και ενδιαφερομένων μερών αντί να επιδιώκουν το« ιερό δισκοπότηρο» του ενιαίου εργαλείο, με άλλα λόγια την προσέγγιση του ενός μεγέθους που ταιριάζει σε όλους.

H υποομάδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής GECES (Groupe dexperts de la Commission sur lEntrepreneuriat Social – Ομάδα Εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής για την Κοινωνική Επιχειρηματικότητα) υποστηρίζει την προσέγγιση αυτή. Έχει συμφωνήσει σε ένα σύνολο κατευθυντήριων γραμμών για τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου ‘για τη μέτρηση των κοινωνικο-οικονομικών οφελών που προκύπτουν από τις κοινωνικές επιχειρήσεις’ (GECES, 2014). Βασίζει αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές στα κριτήρια για την απόκτηση του διαβατηρίου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας6 και τη συμμετοχή στο πρόγραμμα για την απασχόληση και την κοινωνική καινοτομία7 

Η GECES (2014) αναφέρει σαφώς ότι «καμία ενιαία δέσμη δεικτών δεν μπορεί να επινοηθεί εκ των άνω για τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου σε όλες τις περιπτώσεις». Η έκθεση παρέχει μια σειρά από λόγους για τους οποίους ένα μοναδικό σύνολο δεικτών ή μοναδική μέτρηση δεν μπορεί να είναι κατάλληλη, για παράδειγμα, ότι «η ποικιλία των κοινωνικών επιπτώσεων που επιδιώκεται από τις κοινωνικές επιχειρήσεις είναι πολύ μεγάλη και δεν υπάρχει ενιαία μεθοδολογία που να μπορεί να συλλάβει όλα τα είδη των επιπτώσεων δίκαια ή αντικειμενικά».

Η GECES υποστηρίζει επίσης την υιοθέτηση μιας διαδικασίας μέτρησης και όχι την υποβολή συγκεκριμένων μετρήσεων ή δεικτών. Ορίζει την ακόλουθη διαδικασία πέντε σταδίων για όλες τις μετρήσεις κοινωνικού αντικτύπου: 1) προσδιορισμός στόχων, 2) προσδιορισμός ενδιαφερομένων, 3) καθορισμός σχετικών τρόπων μέτρησης, 4) μέτρηση, επικύρωση και αξιολόγηση, 5) παρουσίαση αποτελεσμάτων, μάθηση και βελτίωση. Περαιτέρω προτείνει ένα πλαίσιο βασιζόμενο στην ανάπτυξη μιας μήτρας των αναμενόμενων αποτελεσμάτων, που το καθένα τους παρουσιάζει πιθανούς δείκτες και εξηγεί τις πιο κατάλληλες εφαρμογές τους. Η έκθεση προσθέτει ότι υπάρχει «ελευθερία ως προς το ποιος δείκτης θα χρησιμοποιηθεί, προκειμένου η μέτρηση να παραμείνει κατάλληλη για την παρέμβαση και τις ανάγκες των ενδιαφερομένων μερών» (GECES, 2014).

Στο πλαίσιο της συνόδου κορυφής G8 του Ιουνίου του 2013 με στόχο να διευκολυνθεί η επένδυση για τον αντίκτυπο, δημιουργήθηκε ειδική ομάδα επενδύσεων κοινωνικού αντικτύπου (SIIT – Social Impact Investment Taskforce), η οποία έχει επίσης πρόσφατα συμμετάσχει στην συζήτηση σχετικά με τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου. Η ομάδα εργασίας της για τη μέτρηση του αντικτύπου (IMWG – Impact Measurement Working Group) δημιουργήθηκε για να καθορίσει τις κατευθυντήριες γραμμές για τους «επενδυτές του παρόντος και του μέλλοντος για τον αντίκτυπο», με βάση την παραδοχή ότι «ο αντίκτυπος μπορεί να μετρηθεί μόνο όταν συλλέγονται δεδομένα, υπόκεινται σε επεξεργασία και παρουσιάζονται με αποτελεσματικό τρόπο» και ότι είναι κρίσιμης σημασίας «να χρησιμοποιηθεί η δύναμη και το κεφάλαιο των ιδιωτικών αγορών για το κοινό καλό» (GECES, 2014)8.

Η IMWG (2014) (Ομάδα Εργασίας Μέτρησης Αντικτύπου) επισημαίνει ότι ο καθορισμός «αντικτύπου» εξαρτάται από το στόχο και κοινωνιακές προκλήσεις που μια οργάνωση επιδιώκει να αντιμετωπίσει. Διευρύνει τον ορισμό της GECES για την κοινωνικό αντίκτυπο (βλ. νωρίτερα), ώστε να συμπεριλάβει περιβαλλοντικούς στόχους. Αναφέρεται, επίσης, στην έννοια του «αντικτύπου στην αλυσίδα αξίας» ( η οποία επίσης αναφέρεται από την υποομάδα GECES), για να προσδιορίσει με σαφήνεια την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της προγραμματισμένης εργασίας (εισροές και δραστηριότητες) και των επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων (εκροές, αποτελέσματα και αντίκτυπος).

Η IMWG χωρίζει τη διαδικασία μέτρησης του αντικτύπου σε τέσσερις φάσεις («σχέδιο», «εφαρμογή», «αξιολόγηση» και «επανεξέταση») χτισμένο γύρω από επτά βήματα (καθορισμός στόχου, ανάπτυξη πλαισίου και επιλογή τρόπου μέτρησης, συλλογή και αποθήκευση δεδομένων, επιβεβαίωση εγκυρότητας δεδομένων, ανάλυση των δεδομένων, παρουσίαση δεδομένων και διαχείριση των επενδύσεων που βασίζονται σε δεδομένα). Υπογραμμίζει την ανάγκη συμμετοχής των ενδιαφερομένων σε όλη τη διαδικασία για να διασφαλιστεί «η αποτελεσματική μέτρηση του αντικτύπου». Θεωρεί μια σύμβαση μέτρησης του αντικτύπου (που ορίζεται ως «μια τυποποιημένη μέτρηση του αντικτύπου και σύστημα παρουσίασης που ενισχύει τη διαθεσιμότητα των δεδομένων για τον αντίκτυπο») ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση των επενδύσεων που σκοπεύουν στον αντίκτυπο (IMWG, 2014)9 

Η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου από την προσέγγιση που στηρίζεται στα ενδιαφερόμενα μέρη

Τόσο το έργο του GECES όσο και η ακαδημαϊκή συζήτηση δείχνουν ότι μια «προσέγγιση της μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου των κοινωνικών επιχειρήσεων στηριζόμενη στα ενδιαφερόμενα μέρη» μπορεί να είναι αποτελεσματική10 (Edwards and Hulme, 1996, Najam, 1996, Christensen and Ebrahim, 2006, Williams and Taylor, 2013). Οι κοινωνικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς. Έχουν ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερομένων με διαφορετικές ανάγκες πληροφόρησης και προσδοκίες για τα επιτεύγματα των κοινωνικών επιχειρήσεων, καθώς και ποικίλες συγκεκριμένες απαιτήσεις για λογοδοσία και μετρήσεις για τον κοινωνικό αντίκτυπο. 

Η προσέγγιση που στηρίζεται στα ενδιαφερόμενα μέρη προτείνει την επιλογή των τρόπων μέτρησης που ικανοποιεί τις ανάγκες πληροφόρησης των συγκεκριμένων (κύριων) ενδιαφερομένων μερών, που ενδιαφέρονται για τη μέτρηση του κοινωνικού αντίκτυπου μιας δεδομένης κοινωνικής επιχείρησης. 

Όπως δείχνουν οι μελέτες περιπτώσεων που ακολουθούν, ένας ενιαίος τρόπος μέτρησης δεν μπορεί να συλλάβει όλον τον αντίκτυπο που σχετίζεται με τα διαφορετικά ενδιαφερόμενα μέρη μιας κοινωνικής επιχείρησης. Μια ποικιλία τρόπων μέτρησης είναι συνεπώς απαραίτητη, για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους για μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου (Harlock, 2013).

Επειδή κάθε ενδιαφερόμενο μέρος έχει διαφορετικό στόχο, θα πρέπει να επιτρέπεται σε κάθε κοινωνική επιχείρηση να επιλέγει την πιο κατάλληλη μέθοδο μέτρησης για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των κύριων ενδιαφερομένων μερών. Η επιλογή αυτή θα πρέπει να απορρέει από ένα συνεχή διάλογο με τα διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη που εμπλέκονται με την κοινωνική επιχείρηση, παρά από μια μονομερή απόφαση της κοινωνικής επιχείρησης. Θα πρέπει να απορρέει οργανικά από το σύστημα σχέσεων που περιλαμβάνει όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η δυνατότητα να επιλέγεται η πιο κατάλληλη μέθοδος μέτρησης σε συμφωνία με τα ενδιαφερόμενα μέρη για τα οποία θα χρησιμοποιηθεί, είναι σύμφωνη με τη διαδικασία πλαίσιο που ορίζεται από το GECES. Επίσης, αποτρέπει τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου από το να γίνει ένα επιπλέον βάρος για τις κοινωνικές επιχειρήσεις, καθώς σημαίνει την εκπόνηση μιας ενιαίας ενοποιημένης παρουσίασης, με βάση τις ανάγκες των κύριων ενδιαφερομένων μερών.

Για να συνοψίσουμε, οι τρόποι μέτρησης που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου των κοινωνικών επιχειρήσεων θα πρέπει να συνδέονται με το πεδίο εφαρμογής των μετρήσεων, ανάλογα με τις ανάγκες των ενδιαφερόμενων μερών (Zappalà και Lyons, 2009).


ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ: ΜΕΡΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Σύμφωνα με την προσέγγιση που στηρίζεται στα ενδιαφερόμενα μέρη, οι μελέτες περιπτώσεων στη συνέχεια δείχνουν πώς οι διαφορετικές μέθοδοι μετρήσεων - δηλαδή ανάλυση κόστους-οφέλους, κλίμακας ταξινόμησης και κοινωνικής λογιστικής και ελέγχου (SAA) -, που αποφασίζεται από την ίδια την κοινωνική επιχείρηση ή συμφωνείται από τις κοινωνικές επιχειρήσεις και τα ενδιαφερόμενα μέρη, ανταποκρίνονται στις ανάγκες πληροφόρησης των διαφόρων ενδιαφερομένων μερών - δηλαδή τους δημόσιους επενδυτές, τους ιδιώτες επενδυτές και την κοινότητα.

Στην πρώτη περίπτωση, των Κοινωνικών Επιχειρήσεων Ένταξης στην Εργασία (WISEs – Work Integration Social Enterprises), ο δημόσιος επενδυτής πρέπει κυρίως να κατανοήσει (ή η κοινωνική επιχείρηση πρέπει να δείξει) το καθαρό κόστος ή καθαρό όφελος για την επιδότηση WISEs σε σύγκριση με άλλες πολιτικές, με άλλα λόγια τη χορήγηση επιδοτήσεων ανεργίας και άλλες μορφές παροχών. Η προσέγγιση κόστους-οφέλους που παρουσιάζεται στην Περίπτωση 1 είναι συνεπώς κατάλληλη για την ικανοποίηση των αναγκών πληροφόρησης των δημόσιων επενδυτών.

Η δεύτερη περίπτωση, για μια Γαλλική κοινωνική επιχείρηση που προσφέρει υπηρεσίες σε άτομα με ειδικές ανάγκες, παρουσιάζει μια διαφορετική μεθοδολογία και προσέγγιση. Εδώ, οι ιδιώτες επενδυτές πρέπει να κατανοήσουν την κοινωνική επίδοση της κοινωνικής επιχείρησης, προκειμένου να μετρήσουν τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις των επενδύσεων τους.

Η τελευταία περίπτωση, για ένα κέντρο αναψυχής που διαχειρίζεται μια κοινωνική επιχείρηση, καλύπτει τις ανάγκες πληροφόρησης της «κοινότητας» των ενδιαφερομένων μερών, δηλαδή των ατόμων των οποίων την υγεία και ευημερία το κέντρο έχει ως στόχο να βελτιώσει. Εδώ, οι ανάγκες πληροφόρησης τόσο της κοινότητας όσο και της κοινωνικής επιχείρησης στρέφονται γύρω από την ικανοποίηση των ενδιαφερομένων, που επωφελούνται από τις υπηρεσίες.

Στο σύνολό τους, αυτές οι μελέτες περίπτωσης δείχνουν ότι ενώ η μέθοδος μέτρησης που χρησιμοποιείται σε κάθε περίπτωση είναι η πιο κατάλληλη για τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου στη συγκεκριμένη περίπτωση, ίσως δεν μπορεί να αποτελεί την καλύτερη επιλογή σε άλλες περιπτώσεις. Ως εκ τούτου, η επιλογή της μεθόδου μέτρησης πρέπει να στηρίζεται στις συγκεκριμένες ανάγκες πληροφόρησης και στους στόχους του κάθε ενδιαφερόμενου μέρους.

Πίνακας 1. Σύνοψη των μελετών περίπτωσης

Ενδιαφερόμενο μέρος
Ανάγκες πληροφόρησης
Μεθοδολογία
Μελέτη περίπτωσης
Δημόσιος επενδυτής
Κατανόηση και επιλογή της πιο αποτελεσματικής τοποθέτησης κεφαλαίων του δημοσίου
Ανάλυση κόστους - οφέλους
Κοινωνική επιχείρηση ένταξης στην εργασία (WISEs)
Ιδιωτικός επενδυτής
Εκτίμηση της απόδοσης της επένδυσης
Κλίμακα ταξινόμησης
Phitech (Γαλλία)
Κοινότητα
Κατανόηση του επιπέδου κατανόησης των δικαιούχων των δραστηριοτήτων της κοινωνικής επιχείρησης
Κοινωνική λογιστική και έλεγχος (SAA)
Jesmond κέντρο αναψυχής της κοινότητας (JCL)
(Ηνωμένο Βασίλειο)

Top of Form
Οι μέθοδοι μέτρησης που αναφέρονται στον Πίνακα 1 για τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου των διαφόρων κοινωνικών επιχειρήσεων δεν είναι, εξ ορισμού, «όλες καλές ή όλες κακές». Πρώτον, καμιά από αυτές δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε όλες τις ανάγκες πληροφόρησης όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Δεύτερον, τα ενδιαφερόμενα μέρη θα μπορούσαν κατά καιρούς να έχουν διαφορετικές ανάγκες πληροφόρησης. Για παράδειγμα, ο δημόσιος επενδυτής θα μπορούσε να ενδιαφέρεται να καθορισθεί αν η κοινωνική επιχείρηση είναι αποτελεσματική στην επίτευξη της αποστολής της, παρά εάν το δημόσιο χρήμα δαπανάται με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο.

Μέθοδος μέτρησης, όπως η Κοινωνική Λογιστική και Έλεγχος (SAA) θα ήταν καλύτερα προσαρμοσμένη σε αυτό το σενάριο από την ανάλυση κόστους-οφέλους. Τέλος, η μέθοδος μέτρησης που χρησιμοποιείται σε κάθε περίπτωση είναι ένα αποτελεσματικό μέσο για τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου, όπως ορίζεται από την ανάγκη των ενδιαφερόμενων μερών που σκοπεύει να εξυπηρετήσει.

Η ίδια κοινωνική επιχείρηση θα μπορούσε, ως εκ τούτου, θεωρητικά, να χρησιμοποιήσει τις τρεις μεθόδους που περιγράφονται παραπάνω για να χειρισθεί τα αιτήματα για λογοδοσία διαφορετικών ενδιαφερομένων μερών.


ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ 1  - ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ (WISE) - ΜΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΟΣΤΟΥΣ-ΩΦΕΛΕΙΑΣ

Το πλαίσιο
Λόγω της ατελούς αγοράς εργασίας11 και των μέτρων πολιτικής, ο αριθμός των μειονεκτούντων ατόμων που αναζητούν απασχόληση συνεχίζει να αυξάνεται. Ρυθμιστικές πολιτικές και «συστήματα ποσοστώσεων» έχουν επιτύχει μόνο μερικά αποτελέσματα, εξ αιτίας ενός αριθμού παραγόντων: οι συνήθεις επιχειρήσεις είναι στην πραγματικότητα σε θέση να χρησιμοποιήσουν μόνο ένα μικρό αριθμό ατόμων με ειδικές ανάγκες. Αντισταθμιστικές πολιτικές, οι οποίες καλύπτουν μέρος των εξόδων των επιχειρήσεων, έχουν γίνει πάρα πολύ δαπανηρές για την κυβέρνηση και η στεγασμένη απασχόληση σπάνια παρέχει πραγματικές - και αξιοπρεπείς - θέσεις εργασίας. Ως εκ τούτου, νέες λύσεις απαιτούνται να προσφέρουν ευκαιρίες απασχόλησης σε ευάλωτα άτομα. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις έχουν τα τελευταία χρόνια προσφέρει μια εναλλακτική λύση για τα προβλήματα αυτά.
Μια ενίσχυση της δημόσιας πολιτικής υποστήριξης των κοινωνικών επιχειρήσεων απαιτεί την ανάπτυξη μιας μεθόδου μέτρησης για τη μέτρηση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας των πρακτικών τους για ένταξη στην εργασία.


Σκοποί και κύριοι στόχοι της ανάλυσης κόστους-οφέλους για WISEs (Κοινωνικές Επιχειρήσεις Ένταξης στην Εργασία)

Η μέθοδος μέτρησης που παρουσιάζεται εδώ ισχύει για WISEs. Συμβάλλει στην επίδειξη του καθαρού οφέλους που παράγεται από τη δραστηριότητά τους για την κυβέρνηση / δημόσια διοίκηση και τους εργαζόμενους με ειδικές ανάγκες. Η δημόσια διοίκηση ενδιαφέρεται για τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου για να αντιληφθεί το καθαρό κόστος ή όφελος των WISEs και να αποτιμήσει τα αποτελέσματα της διαδικασίας ένταξης12. Επί πλέον, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μέθδοι μέτρησης που μπορούν να προτείνουν την πιο αποτελεσματική προσέγγιση για την υποστήριξη των WISEs. Η μέθοδος μέτρησης που παρουσιάζεται παρακάτω έχει εφαρμοσθεί από 10 κοινωνικές επιχειρήσεις (που απασχολούν 194 εργαζόμενους με ειδικές ανάγκες), σε συνεργασία με το τοπικό γραφείο ευρέσεως εργασίας (δημόσιο φορέα) και το Euricse (ένα ερευνητικό κέντρο) στην επαρχία Trento της Ιταλίας.

Η περίπτωση: 10 WISEs στην επαρχία Τρέντο, Ιταλία

Οι WISEs13 που μετείχαν στην έρευνα δραστηριοποιούνται κυρίως στους τομείς συντήρηση πρασίνου, μεταποίησης και πλυντηρίων. Οι εργαζόμενοί τους βιώνουν ένα ευρύ φάσμα ειδικών αναγκών, συμπεριλαμβανομένων της ψυχικής ασθένειας, της σωματικής αναπηρίας των ναρκωτικών και του αλκοολισμού.

Το Euricse (European Research Institute for Co-operatives and Social Enterprises) ερεύνησε αυτές τις WISEs για μια περίοδο 6 ετών. Οι πάροχοι υπηρεσιών έδωσαν στοιχεία για τους μισθούς, τις επιδοτήσεις που έλαβαν και την υγειονομική κατάσταση των εργαζομένων. Το αναλυτικό μοντέλο που χρησιμοποίησε το Euricse είναι μια εξέλιξη / προσαρμογή της παραδοσιακής ανάλυσης κόστους-οφέλους. Εκτός από το χρηματικό κόστος (επιδοτήσεις που καταβάλλονται στις κοινωνικές επιχειρήσεις) και τις παροχές (ανεργίας και άλλες επιδοτήσεις που θα καταβάλλονταν στους ίδιους τους εργαζόμενους, εάν ήταν άνεργοι), περιλαμβάνει επίσης οφέλη για τη δημόσια διοίκηση - με άλλα λόγια τη μείωση του κόστους που απορρέει από τη μειωμένη χρήση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας και κοινωνικών υπηρεσιών εκ μέρους των εργαζομένων με ειδικές ανάγκες, που μπορούν να συνδεθούν άμεσα με την εργασιακή τους εμπειρία.

Η μέθοδος μέτρησης

Το Euricse χρησιμοποίησε μια μέθοδο μέτρησης που συνδυάζει ανάλυση κόστους-οφέλους και δείκτες ευημερίας για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας ένταξης στην εργασία. Η μέθοδος μέτρησης συγκρίνει διαφορετικές πολιτικές υποστήριξης των WISEs και εκτελεί μια ανάλυση κόστους-οφέλους σε δύο μέρη: 1) το κόστος και τα οφέλη σε οργανωτικό επίπεδο, 2) το κόστος και τα οφέλη για κάθε άτομο με ειδικές ανάγκες που απασχολείται. Στη συνέχεια μελετά τα αποτελέσματα της διαδικασίας ένταξης, ιδίως τις ευκαιρίες απασχόλησης που προέκυψαν μετά την κατάρτιση σε WISEs, καθώς και τα αποτελέσματα των ερωτηματολογίων για την ευημερία των εργαζομένων ατόμων με ειδικές ανάγκες.

Η διαδικασία

Η διαδικασία για την εφαρμογή της ανάλυσης κόστους-οφέλους συνεπάγεται αρκετά βήματα. Για 6 χρόνια, συγκεντρώθηκαν στοιχεία σχετικά με:
• την οικονομική και χρηματοπιστωτική κατάσταση της κάθε WISE14 και την προσωπική κατάσταση καθενός εργαζόμενου κατά το έτος αναφοράς15.
τις αλλαγές στη ζήτηση υπηρεσιών ποιότητας ζωής εκ μέρους των τοπικών δημόσιων φορέων, από κάθε άτομο με ειδικές ανάγκες που απασχολείται από τη WISE
το ποσό των οικονομικών οφελών και συντάξεων αναπηρίας που θα λάμβαναν τα μειονεκτούντα άτομα αν ήταν άνεργοι.

Η ανάλυση απαιτούσε, επίσης, συνέντευξη των εργαζομένων με ειδικές ανάγκες για την αξιολόγηση των αντιλήψεών τους για τη δουλειά τους, την ευημερία τους και τον συνεταιρισμό. 

Αποτελέσματα

Τα αποτελέσματα ταξινομούνται με αναφορά στα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα – υπολογιζόμενα ως το μέσο καθαρό όφελος για τα 3 πρώτα χρόνια της διαδικασίας ένταξης στην εργασία - και στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα – υπολογιζόμενα ως τα καθαρά οφέλη κατά τα επόμενα έτη, με άλλα λόγια, όταν η WISE δεν λαμβάνει πλέον εισφορές για τον εργαζόμενο ή όταν ο εργαζόμενος απασχολείται από μια συμβατική επιχείρηση μετά την κατάρτιση στη WISE16.

Πλεονεκτήματα και αδυναμίες της μεθόδου

Πλεονεκτήματα

Αυτή η μέθοδος επιτρέπει τη σύγκριση των άμεσων οικονομικών δαπανών ένταξης στην εργασία με τις άμεσες και έμμεσες εξοικονομήσεις (που σχετίζονται με την μειωμένη χρήση των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας από τους εργαζόμενους με ειδικές ανάγκες που εργάζονται στη WISE). Η σύνδεση της ανάλυσης κόστους-οφέλους με πληροφορίες σχετικά με την ευημερία βοηθά να αποδειχθεί η επίδραση της WISE, όσον αφορά τόσο την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και την αποδοτικότητα για τους εργαζόμενους με ειδικές ανάγκες. Βοηθά επίσης να αξιολογηθούν οι κίνδυνοι συμβιβασμών μεταξύ των δύο διαστάσεων.

Το μοντέλο μπορεί να εφαρμοστεί σε διαφορετικές χώρες, σε αναλυτικά πλαίσια και πολιτικές. Ωστόσο, θα πρέπει να λειτουργεί για τα συγκεκριμένα φορολογικά οφέλη και τα χαρακτηριστικά των τοπικών WISEs και τις κοινωνικές πολιτικές απασχόλησης.

Αδυναμίες

Αυτή η μέθοδος μέτρησης απαιτεί τη συλλογή μεγάλου όγκου δεδομένων από διαφόρους παράγοντες και επομένως είναι δαπανηρή και χρονοβόρα - ακόμη περισσότερο όταν η δημόσια διοίκηση ή / και οι WISEs δεν έχουν επίσημα όργανα να λογοδοτούν για εξελίξεις στα στοιχεία του κόστους και των οφελών τους και για τα δεδομένα που πρέπει να συλλέγονται από άλλες πηγές. Η ανάλυση κόστους-οφέλους είναι, επίσης, αρκετά περίπλοκη, γεγονός το οποίο είναι ο λόγος για ερευνητικά ινστιτούτα ή εξωτερικούς επαγγελματίες να είναι ευκολότερο να διαχειριστούν από ό,τι οι WISEs μόνες τους.

Τέλος, το μοντέλο δεν λαμβάνει υπόψη άλλες εξωτερικότητες που προκαλούνται από τις WISEs, όπως το κοινωνικό κεφάλαιο που παράγεται, οι μειωμένοι κοινωνικοί κίνδυνοι και η βελτίωση της ποιότητας ζωής των οικογενειών των ατόμων με ειδικές ανάγκες.

Συμπεράσματα

Αυτή η μελέτη περίπτωσης διερευνά την αποτελεσματικότητα των ιταλικών WISEs μέσω μιας ολοκληρωμένης ανάλυσης κόστους-οφέλους. Η ανάλυση επίσης περιλαμβάνει την εγγυημένη εξοικονόμηση κόστους για τον δημόσιο τομέα, που απορρέει από την μειωμένη χρήση υγειονομικής περίθαλψης και των κοινωνικών υπηρεσιών από τους εργαζόμενους με ειδικές ανάγκες. Απέδειξε ότι οι WISEs πράγματι συνιστούν μια αποτελεσματική λύση για την ένταξη στην εργασία, με ένα καθαρό όφελος από την απασχόληση ευάλωτων ατόμων. Ωστόσο, μια πλήρης ανάλυση κόστους-οφέλους για να αξιολογήσει τον κοινωνό αντίκτυπο των WISEs απαιτεί τη λήψη πολλών άλλων παραγόντων υπόψη.


ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ 2 - ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ ΜΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΊΡΗΣΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:  ΜΙΑ ΤΑΞΙΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Το πλαίσιο

Οι ιδιώτες και οι δημόσιοι επενδυτές που χρηματοδοτούν μια κοινωνική επιχείρηση απαιτούν λεπτομερή, συγκεκριμένη πληροφόρηση σχετικά με την κοινωνική επίδοσή της. Θέλουν να εκτιμηθεί κατά πόσον η χρηματοδότησή τους βοηθά κοινωνικές επιχειρήσεις να αυξάνουν τον κοινωνικό τους αντίκτυπο.

Μια ταξινομική προσέγγιση, όπως αυτή αναπτύχθηκε από την Le Comptoir de l' innovation (CDI)17  που παρουσιάζεται εδώ, επιτρέπει στους ιδιώτες και τους δημόσιους επενδυτές να αποκτήσουν και να συγκρίνουν κατανοητά δεδομένα σχετικά με τον κοινωνικό αντίκτυπο. Στη συνέχεια, μπορούν να καθορίσουν ποια κοινωνική επιχείρηση είναι πιο αποτελεσματική και πού η χρηματοδότησή τους θα είναι πιο χρήσιμη.

Ως ένα ιδιωτικό κεφάλαιο που ειδικεύεται στην επένδυση αντικτύπου, το CDI έχει ανάγκη τη μέτρηση του αντικτύπου του και τη σύγκριση της αποτελεσματικότητας και της επίδοσης των διαφορετικών κοινωνικών επιχειρήσεων. Η μεθοδολογία του στηρίζεται στην υπόθεση ότι η κοινωνική επιχείρηση πρέπει ταυτόχρονα να επιτυγχάνει οικονομική κερδοφορία και κοινωνικό αντίκτυπο, που αξιολογούνται μέσω των ταξινομήσεων του CDI.


Σκοποί και κύριοι στόχοι μιας ταξινομικής προσέγγιση των κοινωνικών επιχειρήσεων

Οι ταξινομήσεις του CDI είναι ένα εργαλείο σχεδιασμένο για να προσαρμόζεται στα ποικίλα χαρακτηριστικά των κοινωνικών επιχειρήσεων και των κλάδων τους. Επιλέγει τα οικονομικά και εξω-οικονομικά μετρήσιμα κριτήρια, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, ανάλογα με την κάθε νομική μορφή (ιδιώτης, εταιρεία, ένωση, συνεταιρισμός, φιλανθρωπία, υγειονομική περίθαλψη αμοιβαία, κ.λπ.) σε 16 τομείς (υγεία, οικονομική ένταξη, εκπαίδευση, δίκαιο εμπόριο, κλπ).

Η ανάλυση των κριτηρίων έχει ως αποτέλεσμα την απονομή ενός οικονομικού και εξω-οικονομικού βαθμού από ΑΑΑ έως Δ, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις μεγάλων οίκων ταξινόμησης. Αυτό κάνει τους βαθμούς συγκρίσιμους και κατανοητούς, ειδικά για το κοινό και ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι κατά κύριο λόγο χρησιμοποιούν το μετρικό σύστημα. Οι επενδυτές πληρώνουν για μία ή περισσότερες ταξινομικές αξιολογήσεις. Μπορούν επίσης να πληρώσουν για να έχουν την όλη μεθοδολογία προσαρμοσμένη στους οικονομικούς και εξω-οικονομικούς τους στόχους. Η ομάδα CDI προσαρμόζει τα κριτήρια - και το βάρος τους στην τελική βαθμολόγηση - στον καθένα επενδυτή ανάλογα με τους στόχους του και την επενδυτική του στρατηγική, έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέρος της διαδικασίας επένδυσης. Οι ταξινομικές αξιολογήσεις του CDI παρέχουν μια σαφή εικόνα της κοινωνικής και οικονομικής επίδοσης των εταιρειών. Τα αποτελέσματα είναι συγκρίσιμα σε δύο επίπεδα, δεδομένου ότι έχουν μια οικονομική και μια εξω-οικονομική βαθμολόγηση. Οι ταξινομικές αξιολογήσεις επιτρέπουν στους επενδυτές να συγκρίνουν κοινωνικές επιχειρήσεις στον ίδιο τομέα και να καθορίσουν ποια είναι πιο αποτελεσματική.

Η περίπτωση: Phitech, Γαλλία

Ιδρυθείσα το 2003, η Phitech είναι μια γαλλική ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα το Nancy. Αναπτύσσει μια σειρά από καινοτόμες λύσεις για τη βελτίωση της πρόσβασης στα κτίρια και τις μεταφορές των ανθρώπων με προβλήματα όρασης και ακοής.

Ο κύριος εξοπλισμός που αναπτύχθηκε από την Phitech είναι η ηχητική δέσμη Actitam. Το σύστημα καθοδηγεί ανθρώπους με προβλήματα όρασης και ακοής σε δημόσια κτίρια και μέσα μεταφορές, παρέχοντάς τους ηχητικές εκδόσεις όλων των οπτικών πληροφοριών που εμφανίζονται σε οθόνες χάρη σε ηχεία και ατομικές συσκευές, όπως τηλέφωνα και τηλεχειριστήρια.

Η εταιρεία άντλησε 600000 ευρώ το 2013. Η CDI χρησιμοποίησε τις CDI βαθμολογίες και τα ειδικά κριτήρια για τον κλάδο με ειδικές ανάγκες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας δέουσας επιμέλειας της Phitech για ιδιώτες επενδυτές. Ολόκληρη η διαδικασία διήρκεσε τρεις μήνες, κατά την οποία η διαχειριστική ομάδα της CDI και η ομάδα Phitech συνεργάστηκαν με ιδιώτες επενδυτές που ανέλαβαν το κόστος. Η Phitech συμφώνησε να παράσχει τις πληροφορίες που απαιτούνται, και η ομάδα CDI οργάνωσε τη συλλογή και τον έλεγχο των δεδομένων.

Η μέθοδος μέτρησης

Με βάση 300 σταθμισμένα τομεακά κριτήρια, η οικονομική ανάλυση καλύπτει όλα τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά θέματα, συμπεριλαμβανομένης της δυναμικής της αγοράς και τις δραστηριότητες της εταιρείας, τα έσοδα και τη χρηματοοικονομική διάρθρωση. Τα κριτήρια διαφέρουν για κάθε τομέα και καλύπτουν διαφορετικές νομικές μορφές κοινωνικών επιχειρήσεων (ένωση ελεγχόμενη ή μη ελεγχόμενη, συνεταιρισμός ή ιδιωτική εταιρεία).

Η έξω-οικονομική ανάλυση περιλαμβάνει επίσης 300 σταθμισμένα κριτήρια και τις σχέσεις μεταξύ τους. Η ανάλυση του περιβάλλοντος ή/ και ο κοινωνικός αντίκτυπος διαφέρει κατά τομέα και μετρά την επίδοση της διάρθρωσης, την αποτελεσματικότητα, τη συνάφεια και την καινοτομία. Μια ανάλυση της πολιτικής ανθρώπινων πόρων (ποιότητα της εργασίας, συνθήκες εργασίας, κλπ) και της διακυβέρνησης συμπληρώνει την εικόνα.

Στο τέλος της ανάλυσης, κάθε κοινωνική επιχείρηση λαμβάνει:

• 10 οικονομικούς βαθμούς με βάση το οικονομικό μοντέλο και τα 300 κριτήρια,
• 10 εξω-οικονομικούς βαθμούς με βάση το κοινωνικό μοντέλο και τα 300 κριτήρια.

Όλη αυτή η διαδικασία επιτρέπει σε κάθε επιχείρηση να αποκτήσει έναν εξω-οικονομικό βαθμό (ΑΑΑ, ΑΑ, Α, ΒΒΒ, ΒΒ, Β, CCC, CC, C ή D) συγκρινόμενο με έναν χρηματοπιστωτικό βαθμό και με άλλους βαθμούς κοινωνικών επιχειρήσεων στον ίδιο τομέα, προβάλλοντας τα ισχυρά και αδύνατα σημεία κάθε επιχείρησης.

Η διαδικασία

Οι τομείς της χρηματοοικονομικής ανάλυσης καθορίζονται σύμφωνα με τον τομέα και τη νομική μορφή των οντοτήτων υπό μέτρηση.

Μεταξύ των 600 κριτηρίων, η CDI επέλεξε εκείνους που ήταν κατάλληλοι για μια εταιρεία στον τομέα των ατόμων με ειδικές ανάγκες.

Τα κριτήρια αυτά περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

Οικονομική ανάλυση
Κύριες περιοχές ανάλυσης
Κριτήρια ειδικών αναγκών
Τοποθέτηση στην αγορά
-Εξέλιξη του μεριδίου αγοράς
-Ανταγωνιστικότητα τιμής: τιμή σε σύγκριση με ένα τεχνολογικά παραδοσιακό προϊόν/ τιμή σε σύγκριση με άλλες λύσεις για τα άτομα με ειδικές ανάγκες
-Ανταγωνιστικότητα προϊόντος: Ποιότητα σε σύγκριση προς ένα πρότυπο τεχνολογικά προϊόν σε σύγκριση με άλλες λύσεις για τα άτομα με ειδικές ανάγκες
Λειτουργικές δαπάνες
-Εξέλιξη λειτουργικών δαπανών
-Λειτουργικές δαπάνες / σύνολο εισπράξεων
-Κόστος απόκτησης
Εξω-οικονομική ανάλυση
Επάρκεια της λύσης
-Διαδικασίες που αναπτύσσονται για την προσαρμογή του προϊόντος στις ανάγκες του πελάτη
-Πιθανές προσαρμογές στο προφίλ του χρήστη
-Αριθμός προσβάσιμων περιεχομένων που αναπτύχθηκαν
-Απλότητα και διάδραση προϊόντος ή υπηρεσίας
-Τιμή υπηρεσίας ή προϊόντος (προσιτότητα)
Κοινωνική επίδοση
-Προφίλ χρήστη
-Αριθμός δικαιούχων
-Αριθμός δικαιούχων με κατώτατο ημερομίσθιο
-Αριθμός δικαιούχων σε μια ομάδα που διακρίνουν μια βελτίωση στην ποιότητα ζωής οφειλόμενη στο προϊόν ή την υπηρεσία
Κοινωνική καινοτομία
-Βαθμός της κοινωνικής καινοτομίας του προϊόντος ή υπηρεσίας
-Καινοτομία στην κατηγορία των χρηστών στους οποίους απευθύνεται
-Καινοτομία στο πρόβλημα που αντιμετωπίζεται

Ισχυρά και αδύνατα σημεία
Top of Form
Ισχυρά σημεία

Αυτή η μέθοδος μέτρησης είναι ακριβής, ρεαλιστική και καλά προσαρμοσμένη. Χάρη στους τομεακούς δείκτες, τα δεδομένα μπορούν να συλλέγονται και να αναλύονται και τα αποτελέσματα είναι εύκολο να κατανοηθούν. Αυτή η μέτρηση είναι επίσης πλήρης, γιατί λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τον κοινωνικό αντίκτυπο της επιχείρησης αλλά και τις οικονομικές της επιδόσεις, που πρέπει να μετρηθούν για να εξασφαλιστεί ότι ο κοινωνικός αντίκτυπος θα διαρκέσει μακροπρόθεσμα.


Αδύνατα σημεία

Η μέθοδος ταξινομικών αξιολογήσεων του CDI μετρά την επίδοση μιας κοινωνικής επιχείρησης και στοχεύει τα αποτελέσματά της σε πιθανούς χρηματοδότες. Δεν μπορεί να μετρήσει αποθησαυρισμό για την κοινωνία που να οφείλεται στη δράση μιας κοινωνικής επιχείρησης. Στόχος της είναι μάλλον να μετρηθεί η αποτελεσματικότητα της χρηματοδότησης.

Συμπεράσματα

Η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου είναι απαραίτητη σε ιδιωτικούς ή δημόσιους επενδυτές που προτίθενται να χρηματοδοτήσουν ένα κοινωνικό έργο. Για τη μέτρηση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας τόσο της χρηματοδότησής τους όσο και του χαρτοφυλακίου τους, οι δημόσιοι επενδυτές βασίζονται σε οικονομικά και εξω-οικονομικά κριτήρια. Αυτό τους επιτρέπει να συγκρίνουν τη χρηματοδοτικές δυνατότητες και να παρακολουθούν τις επιδόσεις των πιο αποτελεσματικών κοινωνικών επιχειρήσεων. Η μέθοδος της ταξινομικής αξιολόγησης CDI μετρά οικονομικές και εξω-οικονομικές επιδόσεις με βάση τομεακά κριτήρια. Η μέθοδος μετρά την απόδοση ενός έργου και παρέχει εργαλεία αξιολόγησής του σε πραγματικό χρόνο. Δεν μπορεί, όμως, να μετρήσει τα χρήματα που εξοικονομήθηκαν από την κοινωνία λόγω των δραστηριοτήτων της επιχείρησης.


ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ 3  - ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΥ ΜΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΠΟΥ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ: Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ  SAA

Το πλαίσιο

Η περίπτωση αυτή παρουσιάζει μια κοινωνική επιχείρηση που βασίζεται στην κοινότητα, που παρέχει υπηρεσίες αναψυχής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι υπηρεσίες αναψυχής μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της υγείας και της ευημερίας όλων των μελών της κοινότητας, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους. Η χρησιμοποίηση των υπηρεσιών αναψυχής μπορούν να ενισχύσουν τις ζωές των ατόμων μέσω αυξημένης δραστηριότητας (για παράδειγμα κολύμπι, συνεδρίες γυμναστηρίου ή μαθήματα γιόγκα) και κοινωνική επαφή με άλλους. Ως αποτέλεσμα, τα οφέλη στην υγεία και την ευημερία θα μπορούσαν να μειώσουν την ανάγκη για ιατρική παρέμβαση, δημιουργώντας έτσι εξοικονόμηση κόστους για την Εθνική Υπηρεσία Υγείας της βρετανικής κυβέρνησης.

Το κοινωνικό όφελος της παροχής υπηρεσιών αναψυχής, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί και να μετρηθεί, αφού η πληροφορία βρίσκεται στο επίπεδο του κάθε ατόμου. Οι πάροχοι υπηρεσιών αναψυχής με βάση την κοινότητα πρέπει επίσης να λογοδοτούν για τον αντίκτυπό τους στις κοινότητες, δεδομένου ότι οι εθνικοί δείκτες επίδοσης της χώρας για πολιτιστικές και ψυχαγωγικές υπηρεσίες δεν περιλαμβάνουν μετρήσεις για τα κοινωνικά ζητήματα. Η οργάνωση αναψυχής που ονομάζεται JCL18  διαπίστωσε ότι η πληροφόρηση από την οικονομική λογιστική δεν παρέχει το επίπεδο των κοινωνικών πληροφοριών που απαιτείται. Για την αντιμετώπιση αυτού του κενού πληροφοριών, η JCL αποφάσισε να αναπτύξει το δικό της σύστημα κοινωνικής λογοδοσίας, χρησιμοποιώντας την κοινωνική λογιστική.

Η μέθοδος SAA (Social Accounting and Auditing – Κοινωνική Λογιστική και Έλεγχος) είναι ένα χρήσιμο πλαίσιο που μπορεί να βοηθήσει τις κοινωνικές επιχειρήσεις να αποδεικνύουν, βελτιώνουν και λογοδοτούν για τη διαφορά που προκαλούν. Η διαδικασία ανάπτυξης και παρουσίασης μέσω της κοινωνικής λογιστικής βοηθά μια οργάνωση να σχεδιάσει και να διαχειρισθεί τη δραστηριότητά της και να επιδείξει τα επιτεύγματά της. Ο οργανωτικός λογαριασμός παρέχει ένα λογικό και ευέλικτο πλαίσιο που του επιτρέπει να χρησιμοποιήσει υπάρχοντα συστήματα τεκμηρίωσης και πληροφόρησης για την απόκτηση μιας πλήρους άποψης των κοινωνικών, περιβαλλοντικών και οικονομικών επιδόσεών και του αντικτύπου τους. Η μέθοδος παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες για τον σχεδιασμό των μελλοντικών ενεργειών, τη βελτίωση των επιδόσεων και την συγκρότηση λογοδοσίας προς όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη της οργάνωσης.

Σκοποί και κύριοι στόχοι της SΑΑ για μια κοινωνική επιχείρηση στηριζόμενη στην κοινότητα 

Ο σκοπός της JCL είναι να παρέχει καλύτερες και προσιτές κοινοτικές υπηρεσίες, έτσι ώστε να βελτιωθεί η υγεία, ευτυχία και η κοινωνική ευημερία όλων των μελών της κοινότητας. Μια βασική πτυχή του έργου της είναι να αυξήσει τον αθλητισμό και τη συμμετοχή στην αναψυχή του κοινού και των λιγότερο εκπροσωπούμενων ομάδων (εφήβων και οι ηλικιωμένων, για παράδειγμα). Η αποστολή της είναι στενά συνδεδεμένη με τις δύο βασικές αξίες της: την πίστη στη δύναμη του αθλητισμού και τις σχετιζόμενες με την αναψυχή σχετικές δραστηριότητες για τη βελτίωση της ζωής όλων των μελών της κοινότητας, ανεξάρτητα από την κατάσταση της υγείας τους ή της αναπηρίας, και την πίστη στην ικανότητα των τοπικών κοινοτήτων για την κάλυψη των τοπικών αναγκών. 

Τα κύρια ενδιαφερόμενα μέρη που επωφελούνται από τη χρήση της κοινωνικής λογιστικής είναι οι πελάτες, δεδομένου ότι η διεργασία παρέχει καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι εγκαταστάσεις μπορούν να βελτιώσουν την υγεία και την ευημερία τους. Άλλα βασικά ενδιαφερόμενα μέρη στη διαδικασία κοινωνικής λογιστικής είναι το προσωπικό και οι εθελοντές, καθώς και η ευρύτερη κοινότητα.

Η περίπτωση: Η JCL, Ηνωμένο Βασίλειο

Η JCL είναι μια βραβευμένη κοινωνική επιχείρηση που προσφέρει ένα πλήρες φάσμα αθλητικών και σωματικών δραστηριοτήτων για όλους. Οι εγκαταστάσεις έκλεισαν το 1991 λόγω περικοπών της χρηματοδότησης από την τοπική κυβέρνηση και ξανάνοιξαν το 1992 ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με κοινωφελή χαρακτήρα. Οι σημερινές εγκαταστάσεις παρέχουν ένα πλήρες φάσμα υδάτινων δραστηριοτήτων, δύο σουίτες γυμναστικής, έναν πολλαπλής χρήσεως χώρο για χορό, συναφείς δραστηριότητες, ένα χώρο για μασάζ και φυσικοθεραπεία, δωμάτιο και δίπλα στην πισίνα σάουνα και χαμάμ. Η JCL παρέχει άλλες δραστηριότητες εκτός του κτιρίου, συμπεριλαμβανομένου ενός κλαμπ για δρομείς και καθιστικές ασκήσεις που προσφέρονται σε γηροκομεία για ηλικιωμένους.

Η μέθοδος μέτρησης

Η JCL αποφάσισε να προσδιορίσει και να αποδείξει τον αντίκτυπο της δράσης της μέσω κοινωνικών τεχνικών μέτρησης, χρησιμοποιώντας το πλαίσιο του δικτύου κοινωνικού ελέγχου19. Ένας κοινωνικός λογαριασμός βοηθά μια κοινωνική επιχείρηση να αντιληφθεί τον αντίκτυπό της στους ανθρώπους, τους πόρους και τον πλανήτη. Επίσης βοηθά στη διαχείριση της οργάνωσης και στη βελτίωση της αποτελεσματικότητάς της. Κάθε οργάνωση οποιουδήποτε μεγέθους ή κλίμακας, είτε εθελοντική, δημόσια ή ιδιωτική, μπορεί να χρησιμοποιήσει έναν κοινωνικό λογαριασμό. Το πλαίσιο της κοινωνικής λογιστικής χρησιμοποιεί τις βασικές αρχές για την υποστήριξη της διαδικασίας της, την εξασφάλιση αποτελεσματικού ελέγχου και τη δυνατότητα συνεχούς βελτίωσης. Η JCL έχει χρησιμοποιήσει την κοινωνική λογιστική από το 2004 και αποτελεί πλέον αναπόσπαστο μέρος του οργανωτικού συστήματος πληροφόρησης. Οι κοινωνικοί λογαριασμοί είναι σημαντικοί, καθότι παρέχουν στα ενδιαφερόμενα μέρη μια μέθοδο καταγραφής και κατανόησης της αξίας και της ωφέλειας από τις εγκαταστάσεις, καθώς και βοηθούν να εντοπιστούν οι τομείς που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την εμπειρία των ενδιαφερομένων μερών.

Η JCL ανέπτυξε τους κοινωνικούς λογαριασμούς της μέσω μιας πολυσταδιακής διαδικασίας, η οποία περιλάμβανε τον εντοπισμό των σκοπών και αξιών της οργάνωσης, οριοθετώντας τον κοινωνικό έλεγχο με ένα χάρτη των ενδιαφερόμενων μερών, με διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη και τον εντοπισμό ρεαλιστικών μεθόδων συλλογής δεδομένων, εφαρμογή του σχεδίου κοινωνικής λογιστικής και τη σύνταξη, την αναθεώρηση και τη δημοσίευση των λογαριασμών. 

Η JCL ενίσχυσε περαιτέρω τη μεθοδολογία της κοινωνικής λογιστικής με την ανάπτυξη, μαζί με τρεις άλλους παρόχους υπηρεσιών αναψυχής, μιας γενικής «εργαλειοθήκης» με βάση την κοινωνική λογιστική. Σκοπός της εργαλειοθήκης ήταν να καθοδηγήσει τους άλλους οργανισμούς παροχής υπηρεσιών αναψυχής που επιθυμούν να λογοδοτούν για τον κοινωνικό τους αντίκτυπο. 

Η διαδικασία

Οι βασικές αρχές που διέπουν τη διαδικασία χρησιμεύουν στο να αποσαφηνιστεί ο σκοπός, να καθορισθεί το πεδίο, να συμμετάσχουν δημοκρατικά τα ενδιαφερόμενα μέρη, να καθορίσουν τη σημασία, να γίνουν συγκρίσεις, να ενισχυθεί η διαφάνεια, να επαληθευθούν οι λογαριασμοί και να στερεωθεί η διαδικασία.

Κάθε τμήμα πρότεινε συγκεκριμένες πληροφορίες ενδιαφερομένων μερών κατά κατηγορία, αποτελέσματα και δείκτες, προσθέτοντας οποιαδήποτε διαθέσιμη βαθμολόγηση ή πληροφορίες για εθνικό δείκτη. Η JCL στήριξε το τετραμερές πλαίσιο της εργαλειοθήκης στους πελάτες, το κοινό, την τοπική κοινότητα και σε μια επίδειξη του δημοσίου οφέλους. Επέλεξε τους δείκτες που ήταν σχετικοί με το σκοπό της, προσδιόρισε τα κενά πληροφόρησης και άρχισε τη συλλογή στοιχείων.

Ισχυρά και αδύνατα σημεία

Ισχυρά σημεία

Επί αρκετά χρόνια, η εκτεταμένη εμπειρία της JCL με τη μέθοδο SAA επέτρεψε στην οργάνωση να επικεντρωθεί περισσότερο στις ανάγκες των ενδιαφερομένων μερών. Η μέθοδος έχει εμπεδωθεί στην οργάνωση και παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για τη διαχείριση. Το σύστημα κοινωνικής λογιστικής έχει αντίκτυπο στους πόρους, σε όρους τόσο κόστους όσο και χρόνου, που αναμφισβήτητα δικαιολογείται από την αξία των πληροφοριών που προκύπτουν.

Η τακτική διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη μέσω της παραγωγής κοινωνικών λογαριασμών επέτρεψε στην JCL να ανταποκρίνεται περισσότερο και δημοκρατικά. Η επικοινωνία με τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι κεντρικής σημασίας για την κατανόηση του αντικτύπου της και τη βοηθά να αλλάζει και να βελτιώνεται, όπου είναι αναγκαίο.

Αδύνατα σημεία

Μία αδυναμία της παρουσίασης του κοινωνικού αντικτύπου έγκειται στους περιορισμούς στη συλλογή δεδομένων. Η JCL διαθέτει μόνο μερικές πληροφορίες που να καταδεικνύουν τα αποτελέσματα σε ατομικό επίπεδο και δεν μπορεί ποτέ να ισχυρίζεται ότι τα αποτελέσματα και ο αντίκτυπος που προκύπτει από μια συγκεκριμένη παρέμβαση μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά στο συγκεκριμένο έργο. Για παράδειγμα, ενώ ένα άτομο μπορεί να πετύχει οφέλη από τη βελτίωση της υγείας και ευημερίας του από τη συμμετοχή σε δραστηριότητες μιας τάξης, η αλλαγή αυτή θα μπορούσε επίσης να αποδοθεί σε άλλους παράγοντες.

Συμπεράσματα

Η κοινωνική λογιστική είναι σημαντική για την JCL υπό την έννοια ότι επιτρέπει να παρέχει τεκμηρίωση σχετικά με τον αντίκτυπο και την αξία της τόσο στα ενδιαφερόμενα μέρη όσο και την τοπική κοινότητα. Η διαδικασία κοινωνικής αναφοράς έχει ενσωματωθεί στις λειτουργικές και στρατηγικές διαδικασίες της για πάνω από 8 χρόνια, και οι κοινωνικοί λογαριασμοί έχουν γίνει ένα βασικό μέρος των πληροφοριών διαχείρισης και του κύκλου της ετήσιας λογοδοσίας. Οι πληροφορίες που περιέχονται στους λογαριασμούς βοηθούν την JCL τόσο να βελτιώνεται όσο και να αποδεικνύει τι κάνει. Η αποστολή, οι αξίες και οι επιδιώξεις της είναι κεντρικής σημασίας για το σκοπό της ως κοινωνικής επιχείρησης. Η κοινωνική λογοδοσία επιτρέπει στην JCL να τα εκφράσει με σαφήνεια και τακτικά στα ενδιαφερόμενα μέρη.

JCL είναι μια κοινοτική επιχείρηση, της οποίας κύριος σκοπός είναι να ανταποκρίνεται στις κοινοτικές ανάγκες για υπηρεσίες αναψυχής. Η οργάνωση, ωστόσο, θα πρέπει επίσης να λειτουργήσει ως μια επιτυχημένη εμπορική εταιρεία προκειμένου να είναι βιώσιμη και ικανή τόσο για την ανταπόκριση σε αυτούς τους στόχους όσο και για την ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης. Η κατανόηση του αντικτύπου της οργάνωσης απαιτεί την επισήμανση και την καταγραφή των δραστηριοτήτων και της εμπειρίας των ανθρώπων που εργάζονται στην JCL και που χρησιμοποιούν τις εγκαταστάσεις της. Η λογοδοσία για τα κοινωνικά μέτρα είναι συνεχής και εξελισσόμενη διαδικασία, η οποία είναι θεμελιώδους σημασίας για την κουλτούρα της JCL.

ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ  ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΑΝΤΊΚΤΥΠΟΥ ΤΩΝ  ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ  ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ;

Το έργο των επαγγελματιών και των πανεπιστημιακών, σε συνδυασμό με την ανάλυση των συγκεκριμένων εμπειριών, έχει οδηγήσει σε ένα αναδυόμενο σύνολο γενικών αρχών σχετικά με τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου. Οι αρχές αυτές επικεντρώνονται γενικά στη σημασία των εκ των κάτω προς τα άνω πρωτοβουλιών που αποσκοπούν να συλλάβουν την κοινωνική αλλαγή με βάση τις ανάγκες και τις δραστηριότητες των κοινωνικών επιχειρήσεων (Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, 2013). Παρά την πρόοδο αυτή, ένας αριθμός εννοιολογικών και πρακτικών προβλημάτων παραμένουν, όπως περιγράφεται παρακάτω.

Οι εννοιολογικές προκλήσεις περιλαμβάνουν τη διασφάλιση ότι:
η μέτρηση είναι ένα εργαλείο για την επίτευξη μεγαλύτερου αντικτύπου, αντί να εστιάζουν στη λογοδοσία και την υποβολή εκθέσεων,
ο ιδιωτικός, ο δημόσιος και ο κοινωνικός τομείς έχουν ισότιμη φωνή, έτσι ώστε να χαράζουν έναν πραγματικά υβριδικό χώρο,
οι κατευθυντήριες γραμμές δεν περιορίζουν την καινοτομία στον κοινωνικό τομέα,
οι δυσκολίες στη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου δεν αποθαρρύνουν παρεμβάσεις χρηματοδότησης σε περιοχές που είναι πιο δύσκολο να μετρηθούν, αλλά κοινωνικά σημαντικές.


Οι πρακτικές προκλήσεις περιλαμβάνουν τη διασφάλιση ότι:
• οι απαιτήσεις για κοινωνικό αντίκτυπο δεν είναι υπερβολικά επαχθείς για τις κοινωνικές επιχειρήσεις,
• οι κοινωνικές επιχειρήσεις διαθέτουν επαρκείς πόρους και ικανότητες για τη μέτρηση του αντικτύπου και η μέτρηση είναι αναλογική,

οι ανάγκες τόσο των ενδιαφερόμενων μερών και της κοινωνικής επιχείρησης ταυτίζονται.

Εννοιολογικές προκλήσεις για τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου

Πώς μπορεί να διασφαλιστεί ότι η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου παραμένει ένα πολύτιμο εργαλείο για την επίτευξη ακόμη μεγαλύτερου αντικτύπου προς όφελος της κοινωνίας, και όχι να υποβαθμίζεται σε ένα απλό εργαλείο λογοδοσίας;

Σε πολύ γενικές γραμμές, ο στόχος της μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου είναι να κατανοήσουμε, να διαχειριστούμε και να βελτιώσουμε τη διαδικασία πρόκλησης κοινωνικού αντικτύπου, με στόχο τη μεγιστοποίηση ή αριστοποίησή του (σε σχέση με τους διαθέσιμους πόρους) για τις κοινωνικές επιχειρήσεις και τα ενδιαφερόμενα μέρη τους (Hehenberger, Harling και Scholten, 2013).

Η εμπέδωση της μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου στην καθημερινή εργασία των κοινωνικών επιχειρήσεων και τους χρηματοδότες τους πρέπει πρώτα απ' όλα να στοχεύει να προκαλέσει μια αλλαγή νοοτροπίας. Πιο συγκεκριμένα, αντί να είναι απλώς ένα ακόμη «στρώμα γραφειοκρατίας» ή μια «περιττή άσκηση», η μέτρηση πρέπει να γίνει ένα χρήσιμο εργαλείο που ολόκληρη η οργάνωση χρησιμοποιεί για να κατανοήσει, να αναλύσει, να επικοινωνήσει και να μάθει για τον αντίκτυπό της. Επιπλέον, υιοθετώντας μια προσέγγιση εκ των κάτω προς τα άνω, η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου βοηθά στο να διασφαλιστεί ότι οδηγός των αποφάσεων σχετικά με το πώς θα εφαρμοσθεί η διαδικασία μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου και θα επιλεγούν οι κατάλληλοι δείκτες, είναι η ίδια η κοινωνική επιχείρηση (Pritchard, Ni Ógaín και Lumley, 2012). Ιδανικά, η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου θα πρέπει να χρησιμεύει για τον εντοπισμό και την εφαρμογή τρόπων διεύρυνσης των λειτουργιών μιας κοινωνικής επιχείρησης. Αυτό σημαίνει την ενσωμάτωση της μέτρησης του αντικτύπου στις βασικές διαδικασίες και τα εργαλεία λήψεως αποφάσεων (για παράδειγμα, οι υπάρχοντες πίνακες επίδοσης του μάνατζμεντ και τα θέματα στην ημερήσια διάταξη της διαχειριστικής ομάδας), καθώς και την αποσαφήνιση των δεσμών μεταξύ των μετρήσεων του αντικτύπου και των επιπτώσεων και των αποφάσεων της διαχειριστικής ομάδας για βελτιστοποίηση της λήψης αποφάσεων με βάση τα δεδομένα.

Αναμφισβήτητα, αυτή η αλλαγή νοοτροπίας θα είναι ευκολότερο να επηρεάσει μεγάλες κοινωνικές επιχειρήσεις που διαθέτουν τους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους που απαιτούνται για τη διαχείριση του κοινωνικού αντικτύπου. Οι μικρές κοινωνικές επιχειρήσεις μπορεί να δυσκολευτούν να παραμείνουν βιώσιμες στην αγορά, δεδομένου ότι δεν διαθέτουν αυτούς τους απαιτούμενους πόρους. Όμως, και οι δύο τύποι των κοινωνικών επιχειρήσεων, θα πρέπει σταδιακά να μάθουν να εμπεδώνουν τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου στην επιχειρηματική κουλτούρα τους. Θα χρειάζονται καθοδήγηση και πόρους προκειμένου να το πράξουν.

Ένας από τους ρόλους των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, καθώς και άλλων δημόσιων και ιδιωτικών φορέων και διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ, είναι να παρακολουθούν και να παρέχουν τέτοια καθοδήγηση, καθώς και να εξασφαλίζουν ότι η λογική της μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου ριζώνει σταδιακά στη διαχείριση των κοινωνικών επιχειρήσεων.

Ένας άλλος τρόπος για να εξασφαλιστεί ότι η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου δεν είναι ένα απλό εργαλείο λογοδοσίας, αλλά προωθεί στην πραγματικότητα μεγαλύτερο κοινωνικό αντίκτυπο, είναι να ευθυγραμμιστούν οι στόχοι των ενδιαφερομένων μερών και των κοινωνικών επιχειρήσεων (για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το πώς να συμβιβαστούν οι απαιτήσεις των κοινωνικών επιχειρήσεων και των επενδυτών, ανατρέξτε στην ενότητα σχετικά με τις πρακτικές προκλήσεις).

Πώς μπορεί να διασφαλιστεί ότι η πολιτική της μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου αντικατοπτρίζει τις καλύτερες προσεγγίσεις σε όλους τους τομείς (ιδιωτικό, δημόσιο και της κοινωνίας των πολιτών), αντί να δανείζονται υπερβολικά από τον ιδιωτικό τομέα; 
Η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου αναφέρεται στον διαχωρισμό μιας νέας περιοχής με βάση την εμπειρία και τις βέλτιστες πρακτικές από όλους τους τομείς (ιδιωτικό, δημόσιο ή κοινωνία των πολιτών) και για την ανάπτυξη ενός υβριδικού χώρου (Battilana et al., 2012). Κατά συνέπεια, όλες οι φωνές χρειάζεται να ακουστούν και όλοι οι τομείς εμπειρογνωμοσύνης ν’ αξιοποιηθούν.

Μέχρι τώρα, ο ιδιωτικός τομέας έχει επικεντρωθεί στην μέτρηση του οικονομικού και δημοσιονομικού αντικτύπου, ενώ ο δημόσιος τομέας έχει αναπτύξει τεχνικές για τη μέτρηση του αντικτύπου των δημόσιων πολιτικών, και οι κοινωνικές επιχειρήσεις και οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις έχουν αναπτύξει τεχνικές για τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου τους - κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, μέσω των κοινωνικών εκθέσεων.

Για μια συνολική προσέγγιση, θα πρέπει να αξιοποιηθεί η εκτεταμένη εμπειρία των εθνικών τμημάτων πολιτικής, των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και των αναπτυξιακών χρηματοδοτικών φορέων (όπως το αναπτυξιακό πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών20, που έχουν εργαστεί για τη μέτρηση του αντικτύπου των δραστηριοτήτων τους επί πολλά χρόνια.

Πώς μπορεί να διασφαλιστεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές για την μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου δεν περιορίζουν την κοινωνική καινοτομία, με άλλα λόγια, ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις αναπτύσσονται σε ένα κουτί που ταιριάζει με τις κατευθυντήριες γραμμές;

Η καθιέρωση άκαμπτων κατευθυντήριων γραμμών στη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου προκαλεί την ανησυχία ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις θα αναπτυχθούν με τρόπο περισσότερο συμβατό με αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές, πνίγοντας έτσι την καινοτομία στον κοινωνικό τομέα. Επιπλέον, αν και το σύνολο των κατευθυντήριων γραμμών, που έχουν προκύψει ωφελούνται από μια εκ των κάτω προς τα άνω παρά εκ των άνω προς τα κάτω προσέγγιση, δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε κάθε είδος κοινωνικής επιχείρησης ή τομέα. Στην πραγματικότητα, το πρότυπο που τώρα προκύπτει από τη συνεχιζόμενη συζήτηση στη διεθνή σκηνή δεν είναι μια συγκεκριμένη μεθοδολογία μέτρησης του αντικτύπου. Μάλλον συνιστάται ένας αριθμός βημάτων ή συστατικών που αποτελούν τις βέλτιστες πρακτικές, ενώ επιτρέπεται μια ποικιλία μεθοδολογιών. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις καιοι επενδυτές στον κοινωνικό αντίκτυπο έχουν, συνεπώς, την ευελιξία να επιλέξουν ή όχι αν θα υιοθετήσουν αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές.

Ένας τρόπος για να βοηθηθούν οι κοινωνικές επιχειρήσεις να αναπτύξουν μεθόδους μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου χωρίς να περιορίζεται η κοινωνική καινοτομία είναι να προσφερθούν εργαλεία που ενισχύουν την ευελιξία, παρέχοντας παράλληλα καθοδήγηση. Ένα τέτοιο εργαλείο είναι μια βιβλιοθήκη δεικτών για κάθε κοινωνικό αποτέλεσμα, την οποία η έκθεση GECES (2014) αποκαλεί «πλαίσιο». Η Big Society Capital [σ.μ.: ένας ανεξάρτητος χρηματοπιστωτικός φορέας με κοινωνική αποστολή, που ιδρύθηκε για την υποβοήθηση της αύξησης των κοινωνικών επενδύσεων στο Ην. Βασίλειο] στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει αναπτύξει τη «μήτρα αποτελεσμάτων», ενώ μια σειρά από Ευρωπαϊκές χώρες έχουν επινοήσει το λογισμικό ανοικτού κώδικα global value exchange21(21)   («χρηματιστήριο παγκόσμιων αξιών») [σ.μ.:πρόκειτια για μια διαδικτυακή πλατφόρμα που επιτρέπει στους χρήστες να δημιουργήσουν τα δικά τους σχέδια και τους βοηθά να διαχειρίζονται και να μεγιστοποιούν την κοινωνική τους αξία.]  βιβλιοθήκη δεικτών, καθώς και άλλες πρωτοβουλίες κατά συγκεκριμένο τομέα. Ο στόχος αυτών των βιβλιοθηκών δεν είναι να επιβάλουν δύο ή τρεις «βασικούς δείκτες» που κάθε κοινωνική επιχείρηση πρέπει να εκτιμήσει, σε μια προσέγγιση εκ των άνω προς τα κάτω, ένα μέγεθος ταιριάζει σε όλους. Αντίθετα, κάθε βιβλιοθήκη σε διαφορετική περιοχή κοινωνικών αποτελεσμάτων (προσχολική εκπαίδευση ή χειραφέτηση των γυναικών, για παράδειγμα) μπορούν να παρέχουν παραδείγματα δεικτών που άλλες κοινωνικές επιχειρήσεις έχουν κρίνει χρήσιμους. Η βιβλιοθήκη θα μπορούσε να γίνει πηγή αναφοράς που βοηθά τις κοινωνικές επιχειρήσεις να επιλέξουν σχετικούς και κατάλληλους δείκτες από τη στιγμή που έχουν οριστεί τα στοιχεία που επιθυμούν να μετρήσουν.

Ενώ μια βιβλιοθήκη δεικτών θα έπρεπε να μειώσει περαιτέρω τους πόρους που σχετίζονται με τη συμμόρφωση με τις κατευθυντήριες γραμμές, η επιλογή δεικτών που περιλαμβάνονται στη βιβλιοθήκη δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωτική. Η απόφαση θα πρέπει μάλλον να καθοδηγείται από την κοινωνική επιχείρηση και εξαρτάται από τις ιδιαιτερότητες του προβλήματος που επιθυμεί να χειρισθεί, καθώς και η ανάλυση και κατανόηση του τι θέλει / χρειάζεται να μετρήσει. Αυτή η βιβλιοθήκη θα πρέπει να παραμένει ανοιχτή σε αναθεωρήσεις με βάση την εμπειρία και την ενημέρωση με νέους δείκτες που προκύπτουν από πειραματισμούς με μεθόδους μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου.

Πώς μπορεί να διασφαλιστεί ότι οι δυσκολίες στη μέτρηση του αντικτύπου δεν αποθαρρύνουν παρεμβάσεις χρηματοδότησης σε περιοχές που είναι πιο δύσκολο να μετρηθεί, αλλ’ όμως σημαντικές κοινωνικά;

Ορισμένες κοινωνικές επιχειρήσεις λειτουργούν σε περιοχές όπου η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου είναι πιο περίπλοκη και όπου τεκμήρια των αποτελεσμάτων χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να εμφανιστούν. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι κατευθυντήριες γραμμές μπορεί να οδηγήσουν τις κοινωνικές επιχειρήσεις να επιλέξουν ευκολότερες ομάδες δικαιούχων για τις υπηρεσίες τους. Σε αυτό το σενάριο, ενώ επιτυγχάνουν τους στόχους στο χαρτί, στην πραγματικότητα έχουν χαμηλή απόδοση σε αποτελέσματα, μια πρακτική γνωστή ως «επιλεκτική» (GECES, 2014).

Συνεπώς, η πρόκληση είναι να εξασφαλιστεί ότι δημόσιες αρχές, φιλάνθρωποι και επενδυτές κοινωνικού αντικτύπου να επενδυτές κοινωνικού αντικτύπου χρηματοδοτούν όχι μόνο κοινωνικές επιχειρήσεις που αποδεικνύουν απτά αποτελέσματα, αλλά και εκείνες που επικεντρώνονται σε άϋλα αποτελέσματα.

Οι επενδυτές κοινωνικού αντικτύπου χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: αυτούς που χρειάζεται να αντλούν μόνοι τους κεφάλαια , επιλέγοντας να στηρίζουν τομείς οι οποίοι αποδεικνύουν πιο απτό αντίκτυπο, και εκείνους που προτιμούν να αντιμετωπίσουν πιο εδραιωμένα και σύνθετα προβλήματα με λιγότερο χειροπιαστά αποτελέσματα. Ο βασικός κίνδυνος είναι ότι μπορεί να υπάρχουν πολύ λίγοι χρηματοδότες της τελευταίας κατηγορίας και ότι πολλές νέες και καινοτόμες παρεμβάσεις, καθώς και δυσκολότερα στην επίλυσή τους προβλήματα, δεν θα θεωρείται πιθανό να χρηματοδοτηθούν. Αυτό υποδηλώνει ότι οι ιδιώτες επενδυτές μπορεί να μην είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν το πλήρες φάσμα των επενδυτικών απαιτήσεων των κοινωνικών επιχειρήσεων, και, επίσης, ότι δημόσιοι και φιλάνθρωποι επενδυτές είναι πάντα απαραίτητοι.

Ένα μέσο υποστήριξης των πιο δύσκολων ζητημάτων που σχετίζονται με την συνηγορία και αλλαγή πολιτικής είναι η δημιουργία ενδιάμεσων στόχων ( «αποτελεσμάτων των δεικτών επίδοσης»), που οδηγούν στο μακροπρόθεσμο στόχο. Έτσι, η μέτρηση του αντικτύπου που προκλήθηκε από την κοινωνική επιχείρηση και τον κοινωνικό επενδυτή θα πρέπει να επικεντρωθεί στους ενδιάμεσους στόχους, διατηρώντας στο νου τον μακροπρόθεσμο στόχο.

Ελαχιστοποίηση του κινδύνου χαμηλής χρηματοδότησης των κοινωνικών επιχειρήσεων που εμπλέκονται στις δύσκολα αντιμετωπίσιμες περιοχές μπορεί να επιτευχθεί με την εξασφάλιση ότι οι κατευθυντήριες γραμμές μέτρησης του κοινωνικού αντίκτυπου δεν ισχύουν μόνο για την κοινωνική επιχείρηση, αλλά επίσης και για τον επενδυτή κοινωνικού αντικτύπου. Η κατανόηση του είδους της κοινωνικής αλλαγής που επιδιώκει ο επενδυτής κοινωνικού αντικτύπου και πώς να το επιτύχει (μέσω της επενδυτικής διαδικασίας) είναι εξίσου σημαντικό με την ενθάρρυνση μέτρησης του αντικτύπου στο επίπεδο της κοινωνικής επιχείρησης για την εξασφάλιση μιας αντικτυπο-κεντρικής προσέγγισης σε όλες τις δραστηριότητες της.

Πρακτικές προκλήσεις

Πώς να αποφεύγεται η υπερβολική επιβάρυνση των κοινωνικών επιχειρήσεων με πολλές απαιτήσεις μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου, με άλλα λόγια, πώς να εφαρμόζεται η αναλογικότητα;

Ουσιαστικά, η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου θα πρέπει να θεωρείται ως πιθανή πηγή δημιουργίας αξίας και όχι απλώς ως μηχανισμός λογοδοσίας (Edens and Lall, 2014). Καλή μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου πρέπει να εξισορροπεί τις ανάγκες των ενδιαφερόμενων μερών με την υποχρέωση να μην χάνονται γενικά περιορισμένοι πόροι για ασήμαντες μετρήσεις (GECES, 2014). Ο αρχή της αναλογικότητας συμβάλλει στην επίτευξη αυτού του στόχου.

Αυτή η αρχή της αναλογικότητας ισχύει τόσο για το εξωτερικό ενδιαφερόμενο μέρος που λαμβάνει πληροφορίες όσο και για τον στοχοθετημένο ή επιτυγχανόμενο κοινωνικό αντίκτυπο. Αφορά επίσης την ίδια την κοινωνική επιχείρηση καθόσον θα λαμβάνει αποφάσεις στηριζόμενες στον επιτυγχανόμενο κοινωνικό αντίκτυπο.

Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η κοινωνική επιχείρηση πρέπει να διαβουλεύεται με τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη, πριν αποφασίσει αν θα μετρήσει μια συγκεκριμένη πτυχή των εργασιών της, ποια μεθοδολογία θα χρησιμοποιήσει και το επίπεδο λεπτομέρειας που απαιτείται (GECES, 2014). Στο πλαίσιο της προσέγγισης της μέτρησης του αντικτύπου με βάση τα ενδιαφερόμενα μέρη, αυτή η διαβούλευση θα πρέπει να υπόκειται σε εκτίμηση της κοινωνικής επιχείρησης σχετικά με την αναλογικότητα. Η έκθεση της GECES αναφέρει αναλυτικά τα στοιχεία που μια κοινωνική επιχείρηση πρέπει να εξετάσει κατά την εφαρμογή της αναλογικότητας, συμπεριλαμβανομένου του τι είναι πιθανό να αλλάξει ως αποτέλεσμα της μέτρησης της αναλογικότητας, αν αυτό σχετίζεται με ένα σχετικό αποτέλεσμα και με ένα ενδιαφερόμενο μέρος του οποίου τα ενδιαφέροντα και η δέσμευση ενδιαφέρουν, τις σχετικές προθεσμίες για την μέτρηση και το συνεχές ενδιαφέρον των ενδιαφερόμενων μερών (GECES, 2014).

Περαιτέρω συζήτηση γύρω από την αναλογικότητα θα ήταν σαφώς χρήσιμη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλα θεσμικά όργανα θα μπορούσαν παρέχουν ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία μέσω πρόσθετης έρευνας και καθοδήγησης.

Πώς μπορεί να διασφαλιστεί ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις έχουν επαρκείς πόρους και ικανότητες για τη μέτρηση του αντικτύπου;

Το θέμα των πόρων είναι στενά συνδεδεμένο με εκείνο της αναλογικότητας. Ενώ ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας μπορούν να έχουν τους πόρους για να αφιερώσουν στη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου, η πλειονότητα όμως δεν έχει. Επιπλέον, δεδομένου ότι οι πόροι είναι ένα πραγματικό πρόβλημα για τις περισσότερες κοινωνικές επιχειρήσεις (και μια πραγματική ανησυχία για τις μικρές και νεοπαγείς κοινωνικές επιχειρήσεις), τα σχέδια προϋπολογισμού και στελέχωσης πρέπει να περιλαμβάνουν τη μέτρηση του αντικτύπου.


Οι οργανισμοί συχνά αρχίζουν να μετρούν τις κοινωνικές επιπτώσεις τους επειδή απαιτείται να το πράξουν από τους χρηματοδότες. Στη συνέχεια κατανοούν τη χρησιμότητα της μέτρησης στη βελτίωση των υπηρεσιών (Pritchard, Ni Ógaín και Lumley, 2012). Η ανησυχία, ωστόσο, είναι ότι πολύ λίγοι χρηματοδότες είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν κοινωνικές επιχειρήσεις μετρώντας τον αντίκτυπό τους.

Για την αντιμετώπιση του ζητήματος των σπάνιων πόρων, η πρώτη λύση είναι να αποφευχθούν οι άκαμπτες μέθοδοι μέτρησης / δείκτες, που αντί να βοηθήσουν κοινωνικές επιχειρήσεις να αναπτύξουν τις δικές τους μεθόδους μέτρησης, παρέχοντάς τους στοχευμένα κεφάλαια και ανταλλαγή στοιχείων και βέλτιστων πρακτικών. Η δεύτερη λύση είναι να ζητηθεί από τους ενδιαφερόμενους οι οποίοι ζητούν συγκεκριμένες μετρήσεις, να αναλάβουν τα σχετικά έξοδα.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα μπορούσε επίσης να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο διευκολύνοντας το περιβάλλον για τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου, για παράδειγμα με την παροχή συγκεκριμένων επιχορηγήσεων.

Τέλος, το ευρωπαϊκού επιπέδου κέντρο γνώσης που προτείνει η GECES θα μπορούσε να είναι ο φυσικός πόρος για τις μετρήσεις του κοινωνικού αντικτύπου, παρέχοντας πρακτική βοήθεια και καθοδήγηση.

Πώς να ευθυγραμμιστούν οι ανάγκες των επενδυτών και των κοινωνικών επιχειρήσεων;

Η ευθυγράμμιση των αναγκών των ιδιωτών επενδυτών και των κοινωνικών επιχειρήσεων είναι ένα σημαντικό νέο πεδίο που χρειάζεται να αναπτυχθεί από πολλές κοινωνικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα εκείνες που δραστηριοποιούνται σε τομείς που στηρίζονται στο ανθρώπινο (και όχι στο οικονομικό) κεφάλαιο και δεν έχουν ποτέ συνεργαστεί με ιδιώτες χρηματοδότες. Οι επενδυτές πρέπει να κατανοήσουν τους περιορισμούς και τους στόχους των κοινωνικών επιχειρήσεων και να τις βοηθήσουν αποτελεσματικά να αυξήσουν τον κοινωνικό τους αντίκτυπο.

Σημειώνεται πρόοδος στον τομέα αυτό και η εκ των κάτω προσέγγιση θα πρέπει - θεωρητικά - να εξασφαλίσει ότι η διαδικασία και τα αποτελέσματα είναι σχετικά με την κοινωνική επιχείρηση. Επιπροσθέτως, ενθαρρύνοντας τους επενδυτές να σκεφτούν για τη θεωρία τους της αλλαγής κατά τη διαδικασία της δέουσας επιμέλειας22  και πώς συγκρίνεται με η θεωρία της κοινωνικής επιχείρησης για την αλλαγή, μπορεί να αναπτυχθεί διάλογος για τις ενδεχόμενες διαφορές. Στην ιδανική περίπτωση, η ευθυγράμμιση των στόχων του επενδυτή και της κοινωνικής επιχείρησης λαμβάνει χώρα πριν επενδυθούν τα χρήματα για να αποφευχθούν θέματα μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου αργότερα στον επενδυτικό κύκλο (Hehenberger, Harling and Scholten, 2013). Ωστόσο, η δυναμική της ισχύος μεταξύ χρηματοδοτών και κοινωνικών επιχειρήσεων σημαίνει ότι η διαδικασία αυτή θα εξακολουθεί να αποτελεί μια πρόκληση.

Για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που συζητήθηκαν παραπάνω, περαιτέρω έρευνα και ενδεχόμενη καθοδήγηση πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλους οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ, θα ήταν ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, προκειμένου να:

1) διασφαλιστεί ότι όλοι οι τομείς θα έχουν την ίδια δυνατότητα λόγου στη συζήτηση για την μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου και θα θεωρούν ευπρόσδεκτους χρηματοπιστωτικούς φορείς στο τραπέζι των συζητήσεων,

2) υποστηρίξουν και αξιολογήσουν την αξία των υφιστάμενων μεθόδων μέτρησης που αποδείχθηκαν ικανοποιητικές στους χρήστες τους, 

3) στηρίξουν τη δημιουργία μιας μήτρας αποτελεσμάτων συνοδευόμενη από μια βιβλιοθήκη δεικτών ανοικτού κώδικα για κοινωνικές επιχειρήσεις,

4) παρακολουθούν τομείς και κοινωνικές επιχειρήσεις που λαμβάνουν δημόσια κεφάλαια και κεφάλαια από την αγορά κοινωνικής επένδυσης, για να διασφαλιστεί ότι οι νέες και καινοτόμες παρεμβάσεις, καθώς και δυσεπίλυτα προβλήματα, εξακολουθούν να λαμβάνουν χρηματοδότηση, 

αν όχι, να διερευνηθεί η δυνατότητα χρησιμοποίησης της δημόσιας χρηματοδότησης για τη συμπλήρωση του κενού, σε συνδυασμό με την ενεργό δημόσια πολιτικής προώθησης της κοινωνικής καινοτομίας,

5) διεξάγεται συμπληρωματική έρευνα και να προσφέρονται κατευθύνσεις πολιτικής για την αναλογικότητα, τη σώρευση και τη διαφοροποίηση, 

6) δημιουργηθεί ένα διευκολυντικό περιβάλλον για τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου, μέσω: 

χρηματοδότησης που θα είναι διαθέσιμη μέσω ειδικών παροχών για τη μέτρηση του κοινωνικού αντίκτυπου,

ίδρυσης ενός ευρωπαϊκού επιπέδου κέντρου γνώσης για την παροχή πρακτικής βοήθειας και καθοδήγησης, 

7) χορηγηθεί ελεύθερα προσβάσιμη βάση δεδομένων, ίσως εντός της αρμοδιότητας του ευρωπαϊκού επιπέδου κέντρου γνώσης, για να συλλέγονται και ομαδοποιούνται μελέτες αντικτύπου για περιοχές πολλαπλής παρέμβασης.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Μια σειρά από ζητήματα γύρω από τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου επιπτώσεων έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη χάραξη πολιτικής.

Πρώτον, η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου μπορεί να βοηθήσει στην ευαισθητοποίηση των ενδιαφερόμενων μερών και του κοινού για τη σημασία των κοινωνικών επιχειρήσεων, να αποτρέψει συμπεριφορές που δεν ευθυγραμμίζονται με τη δεδηλωμένη αποστολή της επιχείρησης και να δικαιολογήσει ενδεχομένως ευνοϊκή μεταχείριση από το δημόσιο τομέα, δεδομένης της αποδεδειγμένης συμβολής τους στην επίλυση κοινωνικών προβλημάτων. Τούτου λεχθέντος, η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο για τον προσδιορισμό των κοινωνικών επιχειρήσεων. Στην πραγματικότητα, οι κοινωνικές επιχειρήσεις που δεν ζητούν χρηματοδότηση, ή δεν τους ζητείται από τους χρηματοδότες τους να μετρήσουν τον αντίκτυπό τους, μπορούν επίσης να προσδιοριστούν ως τέτοιες, εφόσον πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται από την πρωτοβουλία κοινωνικής επιχειρηματικότητας (της οποίας ο γενικός ορισμός των κοινωνικών επιχειρήσεων δεν αναφέρει τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου).

Κατά συνέπεια, οι λόγοι πολιτικής που παρουσιάζονται σε αυτή την περίληψη δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ως ένας τρόπος για την προώθηση της ανάπτυξης των ίδιων των κοινωνικών επιχειρήσεων, αλλά μάλλον της ανάπτυξης της μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου καθαυτού. Αυτό δεν μειώνει τη σημασία της ενθάρρυνσης της υιοθέτησης πρακτικών μέτρησης του αντικτύπου. Αντίθετα, απαιτεί ότι η εφαρμογή τους πηγαίνει χέρι-χέρι με την επίσημη αναγνώριση και τη ρύθμιση των κοινωνικών επιχειρήσεων, ένα γενικό στόχο που επιδιώκεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αρκετά Κράτη Μέλη.

Δεύτερον, η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου απαιτεί όχι μόνο εξειδικευμένες δεξιότητες, αλλά και χρόνο, χρήμα και προσπάθεια (όπως αποδεικνύεται από τις μελέτες περιπτώσεων που παρουσιάστηκαν παραπάνω). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν απουσιάζουν εύχρηστα, ευρέως γνωστά εργαλεία και μέθοδοι μέτρησης που να έχουν συνδιαμορφωθεί με τις ίδιες τις κοινωνικές επιχειρήσεις.

Χρόνος χρειάζεται όχι μόνο για να εφαρμοστούν τα διάφορα στάδια της διαδικασίας μέτρησης, αλλά και για να προσδιοριστούν και να συγκεντρωθούν τα αναγκαία δεδομένα, να διεξαχθεί η ανάλυση, να συνταχθεί η έκθεση και να διαδοθούν τα αποτελέσματα. Ο καθορισμός των αιτιωδών σχέσεων που απαιτείται για να αξιολογηθεί πραγματικά ο αντίκτυπος μιας οργάνωσης είναι ένα από τα πιο προκλητικά καθήκοντα στις κοινωνικές επιστήμες και απαιτεί ειδική για το θέμα δεξιότητα. Η πολυπλοκότητα αυξάνεται όταν, επιπλέον της αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας μιας συγκεκριμένης πρωτοβουλίας ή οργανισμού, πρέπει να συγκριθεί ο αντίκτυπος διαφόρων μέτρων ή να καθοριστεί το ισοδύναμο σε ομάδες αναφοράς, ώστε να καθορισθεί πώς μπορεί να διαφέρουν τα αποτελέσματα.

Οι κοινωνικές επιχειρήσεις, ιδίως οι μικρές, δεν έχουν (και είναι απίθανο να αποκτήσουν ποτέ) τους πόρους για να πληρώνουν για προσωπικό που αφιερώνεται αποκλειστικά και μόνο σε δραστηριότητες μέτρησης του αντικτύπου ή για να αποκτήσουν τις απαραίτητες ικανότητες στην αγορά. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε τομείς εντάσεως εργασίας με μειωμένο περιθώριο κέρδους, είτε οι δραστηριότητές τους χρηματοδοτούνται από τον δημόσιο τομέα ή μέσω της παροχής υπηρεσιών στους καταναλωτές.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα υψηλά κόστη, , εάν οι κοινωνικές επιχειρήσεις είναι οι μόνες οντότητες από τις οποίες απαιτείται μέτρηση και παρουσίαση του κοινωνικού αντικτύπου τους, είναι πολύ πιθανό να σημειωθούν στρεβλώσεις. Αν οι ίδιες απαιτήσεις δεν ισχύουν για τις δημόσιες υπηρεσίες ή για τις παραδοσιακές επιχειρήσεις, οι οργανώσεις αυτές θα έχουν ένα σαφές πλεονέκτημα (από την άποψη του χαμηλότερου κόστους) σε σχέση με τις κοινωνικές επιχειρήσεις με τις οποίες αυτές ανταγωνίζονται.

Για όλους αυτούς τους λόγους, θα ήταν δίκαιο να εφαρμόζονται οι ίδιες απαιτήσεις για τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου σε όλους τους τύπους των οργανώσεων που παράγουν τις ίδιες υπηρεσίες (διατήρηση της αναλογικότητας ως κριτήριο) και να επινοήσουν τρόπους αποζημίωσης για το πρόσθετο κόστος που θα έπρεπε να φέρουν. Δεδομένης της πολυπλοκότητας του σχεδιασμού αποτελεσματικών εργαλείων κοινωνικής μέτρησης, θα ήταν πιο συνετό να προωθηθούν μέθοδοι μέτρησης για την ανάλυση του αντικτύπου που να είναι ευρέως διαδεδομένες, εύκολες στην εφαρμογή και απαιτούν ελάχιστο χρόνο από το προσωπικό.

Ίσως θα ήταν ενδιαφέρον να εισαχθούν και να υποστηριχθούν σχέδια σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, που στοχεύουν στην ανάπτυξη μοντέλων μέτρησης του κοινωνικού αντικτύπου, που στοχεύουν στις πιο κοινές δραστηριότητες, όπως η ένταξη στην εργασία, η φροντίδα των παιδιών ή υπηρεσίες για άτομα με αναπηρίες. Αντί να αναπτυχθούν νέοι δείκτες (δεδομένου ότι ορισμένοι υπάρχουν ήδη), τα έργα αυτά θα πρέπει να αποσκοπούν στο σχεδιασμό μεθόδων συλλογής και ανάλυσης δεδομένων, έτσι ώστε ο αντίκτυπος να μπορεί να μετρηθεί και να συγκριθεί ομοιογενώς. Οι μέθοδοι θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση των κοινωνικών επιχειρήσεων, μαζί με τα άλλα είδη υποστήριξης που αναφέρθηκαν προηγουμένως (η βιβλιοθήκη δεικτών, για παράδειγμα). Θα πρέπει να δομηθούν με τρόπο ώστε να ικανοποιούνται διαφορετικά ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων και των ιδιωτικών επενδυτών και των ίδιων των κοινωνικών επιχειρήσεων.

Ένα τρίτο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να εξεταστεί είναι η υποχρεωτική φύση της μέτρησης του κοινωνικού αντίκτυπου. Η ανάλυση της βιβλιογραφίας σχετικά με το θέμα, δείχνει ότι ακόμη και όταν η εταιρική κοινωνική δημοσιοποίηση είναι υποχρεωτική, πολλές εταιρείες δεν προσαρμόζονται με τις νομικές απαιτήσεις (Criado-Jimenez et al, 2008, Adams et al., 1995, Larrinaga et al., 2002, Day and Woodward, 2004, Llena et al., 2007).

Μερικοί συγγραφείς (Hess and Dunfee, 2007) πιστεύουν ότι όχι μόνο πρέπει η δημοσιοποίηση να είναι υποχρεωτική, αλλά θα πρέπει επίσης να παρουσιάζεται με μια «ενιαία τυποποιημένη μορφή που καθορίζεται από ένα κυβερνητικό όργανο, αλλά να περιλαμβάνει επαρκή ευελιξία για να μπορεί να προσαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις». Αυτό ταιριάζει με την προσέγγιση της ιταλικής κυβέρνησης για «διαπιστευμένες» κοινωνικές επιχειρήσεις (Andreaus και Costa, 2014). Μια υποχρεωτική και τυποποιημένη δημοσιοποίηση υποχρεώνει τις εταιρείες να ακολουθήσουν την ίδια μορφή και να δημοσιοποιούν την ίδια πληροφόρηση. Στην πραγματικότητα, όμως, μόνο ένας σχετικά μικρός αριθμός των κοινωνικών επιχειρήσεων στην Ιταλία συμμορφώνονται με τον κανονισμό (Andreaus and Costa, 2014, Anner, 2014). Οι διαμορφωτές πολιτικής θα πρέπει να έχουν κατά νου αυτό το παράδειγμα της σχετικής αναποτελεσματικότητα της έκδοσης εντολής μέτρησης, αν θέλουν να υποστηρίξουν μια πραγματική στροφή προς μια αποτελεσματική μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου. Δεδομένου ότι η υποχρεωτική δημοσιοποίηση δεν φαίνεται αρκετά αποτελεσματική και ότι η μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου εξακολουθεί να αποτελεί εξελισσόμενο τομέα – όπως και οι ίδιες οι κοινωνικές επιχειρήσεις - οι διαμορφωτές πολιτικής δεν θα πρέπει μόνο να υποστηρίζουν τη χρήση δοκιμασμένων υφιστάμενων μεθόδων μέτρησης, αλλά και να παρέχουν κίνητρα (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα) πειραματισμού με εθελοντικές μεθόδους μέτρησης εκ των κάτω προς τα άνω. 

Μπορούν να χρησιμοποιήσουν διάφορες προσεγγίσεις:

• χρηματοδότηση έρευνας και πειραματισμού για μετρήσεις και μεθοδολογίες, ιδιαίτερα πιο καινοτόμες προσεγγίσεις καιπροσεγγίσεις που στοχεύουν σε πιο κοινές δραστηριότητες, 
• ένταξη της υιοθέτησης των μεθόδων μέτρησης κοινωνικού αντικτύπου μεταξύ των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται από τη δημόσια διοίκηση για τη χορήγηση κεφαλαίων στους παρόχους κοινωνικών υπηρεσιών, τόσο του δημόσιου όσο και των ιδιωτών και για τους κερδοσκοπικού και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα φορείς (κυρίως μέσω δημόσιων συμβάσεων και κατά την ανανέωση των υφιστάμενων συμβάσεων),
• δημοσίευση ευρημάτων έρευνας και πειραματισμού σε έναν εύκολα προσβάσιμο χώρο, 
• δημιουργία μιας βιβλιοθήκης δεικτών και μεθόδων μέτρησης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • - Adams, C. A. (2004), ‘The ethical, social and environmental reporting performance portrayal gap’, Accounting, Auditing and Accountability Journal, Vol. 17(5), pp. 731-757.
  • - Adams, C. A., Coutts, A. and Harte, G. (1995), ‘Corporate Equal Opportunities (non-) Disclosure’, British Accounting Review, Vol. 27, pp. 87-108.
  • - Andreaus, M. (2006), ‘La legge delega sull’impresa sociale: quali implicazioni dal punto di vista aziendale’ (The enabling law on social enterprise: implications from a business perspective), Impresa Sociale, Vol. 75(3), pp. 100-113.
  • - Andreaus, M. (2007), ‘Quale modello di rendicontazione per l’impresa sociale?’ (Which reporting model for social enterprises?), Impresa Sociale, Vol. 76(1), pp. 59-78.
  • - Andreaus, M. and Costa, E. (2014, forthcoming), ‘Toward an Integrated Accountability Model for Non-Profit Organisations’, in Costa E., Parker, L.and Andreaus, M. (eds.),
  • - Anner, J. (26 September 2014), ‘Jessica Alba and the impact of social enterprises’, Stanford Social Innovation Review blog,
  • - Arvidson, M., Lyon, F. and McKay, S. (2013), Valuing the social? The nature and controversies of measuring social return on investment (SROI),
  • - Austin, J., Stevenson, H. and Skillern, J. W. (2006), ‘Social and commercial entrepreneurship: same, different, or both’, Entrepreneurship Theory and Practice, Vol. 30(1), pp. 1-22.
  • - Avise/ESSEC Business School/ Mouves (2013), Petit précis de l’évaluation de l’impact social, http://www.avise.org/sites/default/files/atoms/files/20140204/201310_Avise_Essec_Mouves_ImpactSocial.pdf
  • - Bassi, A. (2013), ‘How to measure the intangible? Towards a system of indicators (S.A.V.E.) for the measurement of the performance of social enterprises’, in Franz, H.-W., Howaldt, J. and Hochgerner, J. (eds.) (2013), Challenge Social Innovation. Potentials for Business, Social Entrepreneurship, Welfare and Civil Society , Springer, Berlin, pp. 326-350.
  • - Battilana, J. et al. (2012), ‘In search of the hybrid ideal’, Stanford Social Innovation Review , Vol. 10(3)
  • - Bebbington, J. and Thy, C. (1999), ‘Compulsory Environmental Reporting in Denmark: An Evaluation’, Social and Environmental
  • - Bornstein, D. (2004), ‘How to change the world: Social entrepreneurs and the power of new ideas’, Oxford University Press, Oxford.
  • - Borzaga, C. and Defourny, J. (eds.) (2001), The emergence of social enterprises, Routledge, London.
  • - Charles, S. P. and Joseph, J. (1885), ‘On Small Differences in Sensation’,
  • - Christensen, R. A. and Ebrahim, A. (2006), ‘How does accountability affect mission? The case of a non-profit serving immigrants and refugees’, Nonprofit Management and Leadership , Vol. 17(2), p. 195.
  • - Clark, C. et al. (2004), ‘Double bottom line project report: Assessing social impact in double bottom line ventures’, Methods catalog, http://www.riseproject.org/DBL_Methods_Catalog.pdf
  • - Clifford, J. (2014), ‘Impact Evaluation by Social Enterprises: Measuring the un-measurable?’, 10th annual meeting of the OECD LEED forum on partnerships and local development, Stockholm, April 2014, http://www.oecd.org/cfe/leed/10th-fplg-meeting.htm
  • - Clifford, J., Hehenberger, L. and Fantini, M. (2014), ‘Proposed approaches to social impact measurement in European Commission legislation and in practice relating to: EuSEFs and the EaSI’,
  • - Criado-Jiménez, I. et al. (2008), ‘Compliance with Mandatory Environmental Reporting in Financial Statements: The Case of Spain (2001-03)’, Journal of Business Ethics, Vol. 79, pp. 245-262.
  • - Dart, R., Clow, E. and Armstrong, A. (2010), ‘Meaningful difficulties in the mapping of social enterprises’, Social Enterprise Journal, Vol. 6(3), pp. 186-193.
  • - Day, R. and Woodward, T. (2004), ‘Disclosure of information about employees in the Directors’ report of UK published financial statements: substantive or symbolic?’, Accounting Forum , Vol. 28, pp. 43-59.
  • - Deegan, C. and Rankin, M. (1996), ‘Do Australian companies report environmental news objectively? An analysis of environmental disclosures by firms prosecuted successfully by the Environmental Protection uthority’, Accounting, Auditing and Accountability Journal , Vol. 9(2), pp. 50-67.
  • - Dees, J. G. (1998), The meaning of social entrepreneurship, Duke University publication, Durham, NC,
  • - Dees, J. G. and Economy, P. (2001), ‘Social entrepreneurship’, in Dees, J. G., Emerson, J. and Economy, P.(eds.), Enterprising Non-profits: A Toolkit for Social Entrepreneurship, Wiley, Canada and USA, pp. 1-18.
  • - Defourny, J. and Nyssen, M. (2008), ‘Social enterprise in Europe: recent trends and developments’, Social Enterprise Journal, Vol. 4(3), pp. 203-228.
  • - Drayton, W. (2002), ‘The citizen sector: Becoming as entrepreneurial and competitive as business’, California Management Review, Vol. 4(3), pp. 120-132.
  • - Ebrahim, A. and Rangan, V. K. (2010), ‘The Limits of Nonprofit Impact: A Contingency Framework for Measuring Social Performance’, Harvard Business School Working Paper , No. 10-099, http://hbswk.hbs.edu/item/6439.html
  • - Edens, G. and Lall, S. (8 July 2014), ‘Measurement for small and growing businesses’, Stanford Social Innovation, Review blog 8 July 2014,
  • - Edwards,M. and Hulme, D. (1996), ‘Too close for comfort? The impact of official aid on nongovernmental organisations’, World Development, Vol. 24(6), pp. 961-973.
  • - Emerson, J. (2003), ‘The blended value proposition: Integrating social and financial returns’, California Management Review, Vol. 45(4), pp. 35-51.
  • - Emerson, J., Wachowicz, J. and Chun, S. (2000), ‘Social return on investment: Exploring aspects of value creation in the non-profit sector’, The Roberts Foundation, San Francisco.
  • - Environmental Management Accounting, Supply Chain Management, and Corporate Responsibility Accounting, Springer, New York.
  • - Epstein, M. J. and McFarlan, F. W. (2011), ‘Measuring the Efficiency and Effectiveness of a Nonprofit’s Performance’, Strategic Finance, Vol. 93(4), pp. 27-34.
  • - European Commission (2013), ‘Social Economy and Social ntrepreneurship’,
  • - European Economic and Social Committee (2013), ‘Opinion of the European Economic and Social Committee on social impact measurement (own-initiative opinion)’, (2014/C 170/03) EESC (2013) INT 721.
  • - Galera, G. and Borzaga, C. (2009), ‘Social enterprise: an international overview of its conceptual evolution and legal implementation’, Social Enterprise Journal , Vol. 5(3), pp. 210-228, London.
  • - Gentile, M. C. (2000), ‘Social Impact Management: A Definition’, Discussion Paper II, The Aspen Institute, https://www.aspeninstitute.
  • - Gibbon, J. and Dey, C. (2011), ‘Developments in Social Impact Measurement in the Third Sector: Scaling Up or Dumbing Down?’,
  • - Gray, R. (2002), ‘The social accounting project and Accounting Organizations and Society Privileging engagement, imaginings, new accountings and pragmatism over critique?’, Accounting, Organizations and Society , Vol. 27(7), pp. 687-708.
  • - Gray, R. H., Owen, D. L. and Adams, C. (1996), Accounting and Accountability: Changes and Challenges in Corporate Social and
  • - Gray, R., Dillard, J. and Spence, C. (2011), ‘A brief re-evaluation of ‘The Social Accounting Project’’, in Ball A. and Osborne, S. P. (eds.), Social Accounting and Public Management. Accountability for the Common Good, Routledge, New York, pp. 12-22.
  • - Harding, R. (2004), ‘Social enterprise: The new economic engine?’, Business Strategy Review, Vol. 15(4), pp. 39-43.
  • - Harlock, J. (2013), ‘Impact measurement practice in the UK third sector: a review of emerging vidence’, Third Sector Research Centre, Working Paper 106, University of Birmingham.
  • - Hehenberger, L., Harling, A. and Scholten, P. (2013), A practical guide to measuring and managing impact, European Venture Philanthropy Association, http://evpa.eu.com/publication/a-practical-guide-to-measuring-and-managing-impact
  • - Hess, D. and Dunfee, T. W. (2007), ‘The Kasky-Nike Threat To Corporate Social Reporting. Implementing a Standard of Optimal Truthful Disclosure as a Solution’, Business Ethics Quarterly , Vol. 17(1), pp. 5-32.
  • - International Journal of Voluntary and Nonprofit Organizations , Vol. 14(3), pp. 283-197.
  • - Jany-Catrice, F. (2015), ‘Puissance et limites des indicateurs ou mesures d’impact: Objectifs, enjeux, acteurs’, Confrontations Europe et Institut CDC, Paris, February 2015,
  • - Kanter, R.M.and Summers, D. V. (1987), ‘Doing well while doing good: Dilemmas of performance measurement in nonprofit
  • - Kolodinsky, J., Stewart, C. and Bullard, A. (2006), ‘Measuring economic and social impacts of membership in a community development financial institution’, Journal of Family and Economic Issues, Vol. 27(1), pp. 27-47.
  • - Larrinaga, C. et al. (2002), ‘Accountability and Accounting Regulation: The Case of the Spanish Environmental Disclosure Standard’,
  • - Lehman, C. R. (1992), Accounting’s Changing Roles in Social Conflict, Markus Weiner, New York.
  • - Llena, F., Moneva, J. M. and Hernandez, B. (2007), ‘Environmental Disclosures and Compulsory Accounting Standards: The Case of Spanish Annual Reports’, Business Strategy and the Environment , Vol. 16(1), pp. 50-63.
  • - Maas, K. and Liket, K. (2011), ‘Social Impact Measurement: classification of methods’, in Burritt, R. L. et al.,
  • - Mair, J. and Martì, I. (2006), ‘Social entrepreneurship research: A source of explanation, prediction, and delight’,
  • - Manetti, G. (2014), ‘The Role of Blended Value Accounting in the Evaluation of Socio-Economic Impact of Social Enterprises’, Voluntas: International Journal of Voluntary and Nonprofit Organizations, Vol. 25, pp. 443-464.
  • - Mobus, J. L. (2005), ‘Mandatory Environmental Disclosures in a Legitimacy Theory Context’,
  • - Mook, L., Richmond, B. J. and Quarter, J. (2003), ‘Integrated Social Accounting for Nonprofits: A Case From Canada’, Voluntas:
  • - Mulgan, G. (2010), ‘Measuring Social Value’, Stanford Social Innovation Review, Vol. 8(3), http://www.ssireview.org/articles/entry/measuring_social_value
  • - Mullins, D. et al. (2010), Social investment performance management toolkit for housing organisations,
  • - Najam, A. (1996), ‘NGO accountability: A conceptual framework’, Development Policy Review, Vol. 14, pp. 339-353.
  • - Netwon, T. and Harte, G. (1997), ‘Green business: technicist kitsch?’,
  • - Nicholls, A. (2006), ‘Social entrepreneurship’, in Jones-Evans, D. and Carter, S. (eds.), Enterprise and small business: Principles, practice and policy, Second ed., Pearson Education, Harlow, pp. 220-24.
  • - Nicholls, A. (2007), What is the Future of Social Enterprise in Ethical Markets, Office of The Third Sector, London.
  • - Nicholls, A. (2010), ‘Institutionalizing social entrepreneurship in regulatory space: Reporting and disclosure by community interest companies’,
  • - Nicholls, A. and Young, R. (2008), ‘Introduction: The changing landscape of social entrepreneurship’, in Nicholls, A. (ed.), Social
  • - Noya, A. (ed.) (2009), The Changing Boundaries of Social Enterprises, OECD Publishing, Paris,
  • - O’Dwyer, B. G. D. (2005), ‘The Construction of a Social Account: A Case Study in an Overseas Aid Agency’, Accounting, Organizations
  • - OECD (1999), Social enterprises, OECD Publishing, Paris.
  • - OECD/European Union (2013), Policy Brief on Social Entrepreneurship: entrepreneurial activities in Europe, OECD/European Commission, Luxembourg: Publications Office of the European Union.
  • - Owen, D., Gray, R. H. and Bebbington, J. (1997), ‘Green Accounting: Cosmetic Irrelevance or Radical Agenda for Change?’, Asia-
  • - Palmer, P. and Vinten, G. (1998), ‘Accounting, auditing and regulating charities — towards a theoretical underpinning’, Managerial Auditing Journal, Vol. 13(6), pp. 346-355.
  • - Paul, P. et al. (13 October 2010), ‘Evaluating the Millennium Villages: A response to Clemens and Demombynes’, Millennium Villages
  • - Pearce, J. (2003), Social Enterprise in Anytown, Calouste Gulbenkian Foundation, London.
  • - Pritchard, D., Ní Ógáin, E. and Lumley, T. (2012), ‘Making an impact: impact measurement among charities and social enterprises in the UK’, New Philanthropy Capital, London.
  • - Ryan, B., Scapens, R. W. and Theobald, M. (1992), Research Method and Methodology in Finance and Accounting, Academic Press, London.
  • - Schaltegger, S., Hahn, T. and Burritt, R. (2000), ‘Environmental management accounting overview and main approaches’, working paper, Centre for Sustainability Management, Lünenburg.
  • - Social Impact Analysts Association (2014), ‘Beyond Measurement: Reflections on SIAA’s Annual Conference 2013’,
  • - Social Impact Investments Taskforce (2014), ‘Measuring impact. Subject paper of the Impact Measurement Working Group’,
  • - Suchman, M. C. (1995), ‘Managing Legitimacy: Strategic and Institutional Approaches’, Academy of Management Journal, Vol. 20(3), pp. 571-610.
  • - UNDP (2009), Handbook on planning, monitoring and evaluating for development results, United Nations Development Programme, New York.
  • - Wainwright, S. (2002), Measuring impact: A guide to resources, NCVO Publications, London.
  • - Watts, R. L. and Zimmerman, J. L. (1979), ‘The demand for and supply of accounting theories: the market for excuses’, The Accounting Review, LIV(2), pp. 273-305.
  • - Whittington, G. (1986), ‘Financial accounting theory: an over-view’,
  • - Wilkes, V. and Mullins, M. (2012), ‘Community investment by social housing organisations: measuring the impact’, Third Sector Research Centre Survey Report for HACT, University of Birmingham.
  • - William, A. P. and Taylor, J. A. (2013), ‘Resolving Accountability Ambiguity in Nonprofit Organizations’, Voluntas:International
  • - Zappalà, G. and Lyons, M. (2009), ‘Recent approaches to measuring social impact in the third sector: An overview’, CSI Background Paper, No. 6, Centre for Social Impact, University of New South Wales.



Accountability and Social Accounting for Social and Non-Profit Organisations, Advances in Public Interest Accounting, Emerald Group Publishing, Bradford, United Kingdom.
Accounting , Vol. 19(2), pp. 2-4.
Accounting, Auditing and Accountability Journal, Vol. 18(4), pp. 492-517.
Accounting, Organizations and Societ, Vol. 35(4), pp. 394-415.
Accounting, Organizations and society, Vol. 34(6-7), pp. 755-769.
and Society, Vol. 30(3), pp. 279-296.
blog,
employment/the-changing-boundaries-of-social-enterprises_9789264055513-en
entrepreneurship: New paradigms of sustainable social change (paperback ed.), Oxford University Press, Oxford, pp. vii-xxiii.
Environmental Reporting, Prentice Hall, London.
European Accounting Review, Vol. 11(4), pp. 723-740.
http://ec.europa.eu/internal_market/social_business/docs/expert-group/
http://millenniumvillages.org/field-notes/evaluating-the-millennium-villages-a-response-to-clemens-and-demombynes-2
http://socialvalueint.org/beyond-measurement-conference-publication/2014/
http://www.confrontations.org/fr/partenaires/initiatives-de-nos-artenaires/2335-puissance-et-limites-des-indicateurs-ou-mesures-d-impact-objectifs-enjeux-acteurs-confrontations-et-institut-cdc
http://www.fuqua.duke.edu/centers/case/documents/dees_SE.pdf, accessed on 12 July 2011.
http://www.oecd-ilibrary.org/
http://www.socialimpactinvestment.org/reports/Measuring%20Impact%20WG%20paper%20FINAL.pdf
http://www.ssireview.org/articles/entry/in_search_of_the_hybrid_ideal
http://www.ssireview.org/blog/entry/jessica_alba_and_the_impact_of_social_enterprise
http://www.ssireview.org/blog/entry/measurement_for_small_and_growing_businesses?utm_source=Enews&utm_
Journal of Management Studies, Vol. 34(1), pp. 75-98.
Journal of Voluntary and Nonprofit Organizations , Vol. 24(3), pp. 559-580.
Journal of World Business , Vol. 41(1), pp. 36-44.
medium=Email&utm_campaign=SSIR_Now&utm_content=Title
Memoirs of the National Academy of Sciences , Vol. 3, pp. 73-83.
  • Nicholls, A. (2009), ‘We do good things, don’t we?: Blended value accounting in social entrepreneurship’,
org/sites/default/files/content/docs/bsp/SOCIALIMPACTMANAGEMENT.PDF
organizations and the need for a multiple-constituency approach’, in Powell, W. W. (ed.), The Non-Profit Sector – A Research Handbook, Yale University Press, Connecticut, pp. 154-164.
Pacific Journal of Accounting, Vol. 4(2), pp. 75-198.
Social and Environmental Accountability Journal, Vol. 31(1), pp. 63-67.
Social Europe Guide, Vol. 4.
social_impact/140605-sub-group-report_en.pdf 20
The British Accounting Review, Vol. 8(1), pp. 4-41.
University of Birmingham.
Voluntary Sector Review, Vol. 4(1), pp.3-18.



1 Μερικοί συγγραφείς (Ebrahim and Rangan, 2010) χρησιμοποιούν τον όρο «κοινωνιακός αντίκτυπος» αντί του «κοινωνικού αντικτύπου», θεωρώντας ότι μια οργάνωση παράγει διάφορους τύπους αντικτύπων (οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών).

2 Το 2012, η ​​Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημιούργησε μια ομάδα εμπειρογνωμόνων για την κοινωνική επιχειρηματικότητα να μελετήσουν «την ευκαιρία, την ανάπτυξη, τη δημιουργία και την υλοποίηση όλων των δράσεων που αναφέρονται στην Πρωτοβουλία για την Κοινωνική Επιχειρηματικότητα, ή την περαιτέρω ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και της κοινωνικής οικονομίας»,
http://ec.europa.eu/internal_market/social_business/ εμπειρογνωμόνων ομάδα / index_en.htm
3 «Οι προτεινόμενες προσεγγίσεις για τη μέτρηση του κοινωνικού αντικτύπου στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και στην πράξη σχετικά με: EuSEFs (Ευρωπαϊκά Κονδύλια Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας – European Social Entrepreneurship Funds) και η Easi (Απασχόληση και Κοινωνική Καινοτομία - Employment and Social Innovation)» (Ιούνιος 2014),
http://ec.europa.eu/internal_market/social_business/docs/expert-group/social_impact/140605-sub-group-report_en.pdf
4 Λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη βιβλιογραφία για την κοινωνική λογιστική.
5 Μεταξύ αυτών είναι σύνθετες ποσοτικές μετρήσεις, για παράδειγμα, την κοινωνική απόδοση των επενδύσεων, των οποίων ο υπολογισμός απαιτεί πρόσβαση σε πολλά στοιχεία (και ο οποίος έχει επικριθεί για τη χρηματική αποτίμηση εννοιών που είναι δύσκολο να εκφραστούν με νομισματικούς όρους). Άλλες πολύπλοκες μεθοδολογίες, για παράδειγμα SAA (Social Accounting and Auditing- Κοινωνικοί Λογαριασμοί και Έλεγχος), περιλαμβάνουν ένα μείγμα από αφήγηση και ποσοτικά δεδομένα (Gibbon and Day, 2011). Για μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των πιο εφαρμοσμένων μεθόδων, βλέπε, για παράδειγμα, Maas and Liket (2011), οι οποίοι παρέχουν μια λίστα με 30 μεθόδους και περιγράφουν τα χαρακτηριστικά τους. Ο Mulgan (2010), περιγράφει 10 άλλους τρόπους για τη μέτρηση της κοινωνικής αξίας. Το Ίδρυμα Ροκφέλερ, παρέχει έναν κατάλογο 24 διαφορετικών προσεγγίσεων για τη μέτρηση των κοινωνικών επιπτώσεων, και η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (γνωμοδότηση, 2013, σ. 7), απαριθμεί διάφορες μεθοδολογίες που αναπτύχθηκαν από τη σκοπιά της κοινωνικής επιχείρησης.
6 Το διαβατήριο για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας, που δημιουργήθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 346/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου του 2013, είναι μια νέα νομοθεσία, η οποία δημιουργεί έναν τίτλο για τα κεφάλαια που επενδύονται σε οργανώσεις του κοινωνικού τομέα, όπως κοινωνικές επιχειρήσεις. Κεφάλαια προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση που πληρούν τα κριτήρια που έθεσε ο Ευρωπαϊκός κανονισμός, μπορούν να λαμβάνουν και να φέρουν την ετικέτα EUSEF (European Union Social Entrepreneurship Fund). Η ρητή εστίαση των επιλέξιμων κεφαλαίων θα πρέπει να είναι η παραγωγή ενός μετρήσιμου και θετικού κοινωνικού αντικτύπου.
7 Ο κανονισμός (ΕΕ) Αριθ. 1296/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, για ένα Πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Απασχόληση και την Κοινωνική Καινοτομία (EaSi) και η τροποποιητική απόφαση Αριθ. 283/2010 / ΕΕ για τη σύσταση Ευρωπαϊκού μηχανισμού μικροχρηματοδοτήσεων για την απασχόληση και την κοινωνική ένταξη.
8 «Αυτές περιλαμβάνουν κυβερνήσεις, ιδρύματα, εταιρείες και ιδιώτες που ενεργούν υπό την ιδιότητά τους, ως επενδυτές που επιδιώκουν να επενδύσουν για πρόκληση αντικτύπου» (ανωτέρω).
9 Η SIIT (Ειδική Ομάδα Επενδύσεων Κοινωνικού Αντικτύπου) αναφέρεται σε ένα τυποποιημένο σύστημα (προσέγγιση) και παρουσίαση , αλλά όχι σε μια τυποποιημένη μεθοδολογία, ευθυγραμμισμένη στο θέμα αυτό με την άποψη της GECES
10 Αυτό μπορεί να συνδέεται με την προσέγγιση που βασίζεται στην απόφαση που υιοθετείται τόσο από την SIIT όσο και από την GECES, η οποία λαμβάνει υπόψη τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν από τα ενδιαφερόμενα μέρη και οδηγεί σε ό,τι θέλουν και πρέπει να ξέρουν.

11 Ασυμμετρίες και δυσκαμψίες πληροφόρησης, καθώς και κόστος και ανεπάρκειες στα δημόσια μέτρα πολιτικής
12 Οι δημόσιες διοικήσεις μπορούν είτε να υποστηρίξουν τους ανέργους με ειδικές ανάγκες με την παροχή επιδοτήσεων εισοδήματος και με κοινωνικές παροχές, ή με χρηματικές παροχές και φορολογικά οφέλη (π.χ. φορολογικές απαλλαγές).
13 Σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία περί WISEs, 30% του συνολικού εργατικού δυναμικού πρέπει να είναι άτομα με ειδικές ανάγκες.
14 ΑTop of Form
ξία παραγωγής και κέρδη, προκειμένου να υπολογισθούν τα φορολογικά οφέλη και οι καταβαλλόμενοι φόροι
15 Μισθοί, επιδοτήσεις, είδος μειονεκτήματος, καταβληθέντες φόροι, για κατάσταση απασχόλησης μετά την περίοδο κατάρτισης, κ.λπ
16 Καθαρό όφελος ετησίως ανά άτομο = 5200 ευρώ κατά μέσο όρο. Καθαρό όφελος
μακροπρόθεσμα (στην επαγγελματική ζωή του εργαζόμενου με ειδικές ανάγκες) = 61000 ευρώ ανά άτομο κατά μέσο όρο. Επίπεδο ικανοποίησης από τη ζωή που επιτυγχάνεται από τους εργαζόμενους με ειδικές ανάγκες στους κοινωνικούς συνεταιρισμούς = 7,2 σε μια κλίμακα από 1 έως 10.

17 Ο CDI είναι μια γαλλική ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και κοινωνική επιχείρηση, που δημιουργήθηκε το 2010 για να υποστηρίξει την κοινωνική επιχειρηματικότητα στη Γαλλία και στο εξωτερικό με την ίδρυση κοινωνικών επιχειρήσεων και την αξιολόγηση και τη μέτρηση των αποτελεσμάτων τους. Για περισσότερες πληροφορίες, δείτε: http://www.lecomptoirdelinnovation.com
18 http://www.jesmondcommunityleisure.co.uk
19 (19) www.socialauditnetwork.org.uk
20 Handbook on planning, monitoring and evaluating for development results’,
http://web.undp.org/evaluation/handbook/ch2-4.html
21 (21) www.globalvaluexchange.org

22 Η GECES (2014) ορίζει την θεωρία της αλλαγής ως «το μέσον (ή την αιτιολογική αλυσίδα) με την οποία οι δραστηριότητες παράγουν αποτελέσματα, και χρησιμοποιούν πόρους (εισροές) κατά τη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη μεταβλητές στην παροχή υπηρεσιών και την ελευθερία των χρηστών των υπηρεσιών να επιλέγουν. Αυτό αποτελεί τόσο ένα σχέδιο για το πώς το αποτέλεσμα πρόκειται να επιτευχθεί και μια εξήγηση για το πώς αυτό έχει συμβεί (που εξηγείται μετά το γεγονός).»